ΕΞΙ ΚΑΙ ΜΙΑ ΤΥΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ (1960)
Στην Τζίνα Πολίτη
Ο ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΩΡΑΙΑ
Συχνά, στην Κοίμηση του Δειλινού, η ψυχή
της έπαιρνε αντίκρυ
απ' τα βουνά μιαν αλαφράδα, μόλο
που η μέρα
ήταν σκληρή και
η αύριο άγνωστη.
Όμως, όταν σκοτείνιαζε καλά κι έβγαινε
του παπά το χέρι πάνω από
το κηπάκι των νεκρών, Εκείνη
Μόνη της, Όρθια, με τα λιγοστά
της
νύχτας κατοικίδια -το φύσημα
της δεντρολιβανιάς και την
αθάλη του καπνού
από τα καμίνια-
στης θαλάσσης την έμπαση αγρυπνούσε
Αλλιώς ωραία!
Λόγια μόλις των κυμάτων ή μισομαντεμένα σ'
ένα θρόισμα, κι άλλα
που μοιάζουν των
αποθαμένων κι
αλαφιάζονται μέσα στα κυπα-
ρίσσια, σαν παράξενα ζώδια, τη μαγνητική
δορυφορώντας κε-
φαλή της άναβαν. Και μία
Καθαρότη απίστευτη άφηνε, σε μέγα βάθος
μέσα της, το αληθινό το-
πίο να φανεί
Όπου, σιμά στον ποταμό, παλεύανε τον
Άγγελο οι μαύροι άνθρωποι,
δείχνοντας με ποιόν τρόπο γεννιέται
η ομορφιά
Ή αυτό που εμείς, αλλιώς, το λέμε δάκρυ.
Κι όσο βαστούσε ο λογισμός της, ένιωθες,
εξεχείλιζε την όψη που
έλαμπε με την πίκρα στα μάτια και με τα
πελώρια, σαν παλιάς
Ιεροδούλου, ζυγωματικά
Τεντωμένα στ' ακρότατα σημεία του Μεγάλου
Κυνός και της Παρ-
θένου.
«Μακριά απ' τη λοιμική της πολιτείας,
ονειρεύτηκα στο πλάι της
μιαν ερημιά, όπου το δάκρυ να μην έχει νόημα,
κι όπου το μόνο
φως να 'ναι από την πυρά
που κατατρώγει όλα
μου τα υπάρ-
χοντα.
»Ώμο τον ώμο οι δυο μαζί ν'
αντέχουμε το
βάρος από τα μελλούμε-
να, ορκισμένοι στην άκρα σιγαλιά και στη
συμβασιλεία των
άστρων
»Σαν να μην κάτεχα, ο αγράμματος,
πως είναι
κει ακριβώς, μέσα
στην άκρα σιγαλιά, που
ακούγονται οι πιο
αποτρόπαιοι κρότοι
»Και πως, αφότου αβάσταχτη έγινε
στου αντρός τα στέρνα η μονα-
ξιά, σκόρπισε κι έσπειρε άστρα!»
Λοιπόν, εβρέθηκε ο χρυσός της λιόριζας να 'χει
σταλάξει στα φύλλα
της καρδίας του.
Κι από τις τόσες φορές
οπού ξαγρύπνησε,
σιμά στο κηροπήγιο, καρ-
τερώντας τα χαράματα, μια πυράδα παράξενη
του 'χε αρπάξει τα
σωθικά.
Λίγο πιο κάτω από το δέρμα,
η κυανωπή
γραμμή του ορίζοντα έντονα
χρωματισμένη. Και άφθονα ίχνη γλαυκού μέσα
στο αίμα.
Οι φωνές των πουλιών, που
'χε σ' ώρες
μεγάλης μοναξιάς αποστηθί-
σει, φαίνεται να ξεχύθηκαν όλες μαζί, τόσο
που δεν εστάθη βο-
λετό να προχωρήσει σε μεγάλο βάθος το
μαχαίρι.
Μάλλον η πρόθεση άρκεσε για το Κακό
Που τ' αντίκρισε -είναι φανερό- στη
στάση την τρομαχτική του
αθώου. Ανοιχτά, περήφανα τα μάτια του, κι
όλο
το δάσος να σα-
λεύει ακόμη πάνω στον
ακηλίδωτον
αμφιβληστροειδή.
Στον εγκέφαλο τίποτε, πάρεξ μια ηχώ ουρανού καταστραμμένη.
Και μονάχα στην κόγχη από τ'
αριστερό του
αυτί, λίγη, λεπτή, ψι-
λούτσικη άμμο, καθώς μέσα στα όστρακα.
Οπού
σημαίνει ότι
πολλές φορές είχε βαδίσει πλάι στη θάλασσα,
κατάμονος, με το
μαράζι του έρωτα και τη βοή του άνεμου.
Όσο γι' αυτά τα ψήγματα φωτιάς πάνω στην
ήβη, δείχνουν ότι στ' α-
λήθεια πήγαινε ώρες πολλές
μπροστά, κάθε
φορά οπού έσμιγε
γυναίκα.
Θα 'χουμε πρώιμους καρπούς εφέτος.
Μυρίζουν ακόμη
λιβανιά, κι έχουν την όψη
καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα που
κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα' φτανε
να πικράνει τον αέρα του
Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'αρπαχτεί
απ' το μέλλον,
τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με
το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια
ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.
Η φτερούγα
η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα
που η άλλη, αβρή,
σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα.
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα
που αρχινούσε
με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των
αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν
πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε,
απαράλλαχτη και ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν οι ίδιοι τώρα,
με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Μήτε η ώρα δώδεκα χτυπώντας μες στα έγκατα,
μήτε η φωνή του Πό-
λου κατακόρυφα πέφτοντας,
αναιρούσανε τα
βήματα τους.
Διάβαζαν άπληστα τον κόσμο με τα μάτια τ'
ανοιχτά
για πάντα, κει
που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, κι όπου με βία κατέβαιναν οι
γύπες να ευφρανθούν τον
πηλό των σπλάχνων τους
και το αίμα.
Ο ΥΠΝΟΣ ΤΩΝ ΓΕΝΝΑΙΩΝ
(Παραλλαγή)
Μυρίζουν ακόμη λιβάνια, κι έχουν την όψη
καμένη από το πέρασμά
τους στα Σκοτεινά Μεγάλα Μέρη.
Κει που μεμιάς τους έριξε το Ασάλευτο
Μπρούμυτα, σ' ένα χώμα
που κι η πιο μικρή ανεμώνα του θα 'φτανε
να πικράνει τον αέρα του
Άδη
(Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν'
αρπαχτεί απ' το μέλλον,
τ' άλλο κάτω απ' την έρμη κεφαλή, στραμμένη με
το πλάι
Σαν να θωρεί στερνή φορά, μέσα στα μάτια
ενός ξεκοιλιασμένου
αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας)
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός.
Η φτερούγα
η μια, η πιο κόκκινη, κά-
λυψε τον κόσμο, την ώρα
που η άλλη, αβρή,
σάλευε κιόλας μες
στο διάστημα
Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα
Το παλιό αμνημόνευτο αίμα
που αρχινούσε
με κόπο να χαράζεται,
μέσα στη μελανάδα τ' ουρανού
Ήλιος νέος, αγίνωτος ακόμη
Που δεν έσωνε να καταλύσει την πάχνη των
αρνιών από το ζωντανό
τριφύλλι, όμως πριν καν
πετάξει αγκάθι αποχρησμοδοτούσε το
έρεβος...
Κι απαρχής Κοιλάδες, Όρη, Δέντρα, Ποταμοί
Πλάση από γδικιωμένα αισθήματα έλαμπε,
απαράλλαχτη κι ανα-
στραμμένη, να τη διαβαίνουν
οι ίδιοι τώρα,
με θανατωμένο μέ-
σα τους τον Δήμιο
Χωρικοί του απέραντου γαλάζιου!
Δίχως μήνες και χρόνοι να λευκαίνουν το
γένι τους, με το μάτι εγύ-
ριζαν τις εποχές, ν' αποδώσουν στα πράγματα
το αληθινό τους
όνομα
Και στο κάθε βρέφος που
άνοιγε τα χέρια,
ούτε μία ηχώ, μοναχά
το μένος της αθωότητας
που ολοένα δυνάμωνε
τους καταρ-
ράχτες...
Μια σταγόνα καθαρού νερού, σθεναρή πάνω
απ' τα
βάραθρα, την
είπανε Αρετή και της έδωσαν ένα λιγνό
αγορίστικο σώμα.
Όλη μέρα τώρα η μικρή Αρετή κατεβαίνει
κι εργάζεται σκληρά στα
μέρη όπου η γη από άγνοια σήπονταν, κι είχαν
οι άνθρωποι
ανεξήγητα μελανουργήσει
Αλλά τις νύχτες καταφεύγει πάντα εκεί
ψηλά στην αγκαλιά του
Όρους, καθώς μέσα στα μαλλιαρά στήθη του
Αντρός.
Και η άχνα που ανεβαίνει
απ' τις κοιλάδες,
έχουν να κάνουν πως δεν
είναι λέει καπνός, μα
η νοσταλγία που ξεθυμαίνει από τις χαρα-
μάδες του ύπνου των Γενναίων.
Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η
λάμψη μου επέ-
στρεψε στον ήλιο.
Κείνος με πέμπει τώρα μέσα στην τέλεια
σύνταξη της πέτρας και του
αιθέρος
Λοιπόν, αυτός που γύρευα, είμαι.
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο
Χειμώνα ελάχιστε
Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς
Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ' ένα μικρό
τριζόνι κατακυρώνει
πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.
ή
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΕΛΕΟΥΣ
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα
βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.
Άδραξε μυτερό χαλίκι, κι αργά, με
δεξιοσύνη, ο ήλιος, πάνω απ' τον
ωμό της Κόρης του
Ευθυδίκου, χάραξε τα
πτερύγια των ζεφύρων.
Το φως δουλεύοντας τη σάρκα μου, φάνηκε
μια στιγμή στο στήθος το
μενεξεδί αποτύπωμα, κει
που η τύψη μ' άγγιξε
κι έτρεχα σαν
τρελός. Ύστερα, μες στα πλάγια φύλλα
ο ύπνος μ' αποστέγνω-
σε, κι έμεινα μόνος. Μόνος.
Ζήλεψα τη σταλαγματιά
που απαρατήρητη
δόξαζε τα σκίνα. Όμοια
να 'μουν στο έκπαγλο μάτι
που αξιώθηκε να
δει το τέλος του
Ελέους!
Ή μήνα κι ήμουν; Στην τραχύτη του βράχου,
ανάρραγου από την κορ-
φή ως τα βάραθρα, γνώρισα τα πεισματικά
σαγόνια μου. Που
σπάραζαν το κτήνος μέσα στον άλλον αιώνα.
Και η άμμο πέρα, κατακαθισμένη από την
ευφροσύνη που μου 'δω-
κεν η θάλασσα, κάποτε, σαν βλαστήμησαν
οι άνθρωποι κι άνοι-
γα τις οργιές με βιάση να ξεδώσω μέσα της·
να 'ταν αυτό που γύ-
ρευα; η αγνότητα;
Το νερό αναστρέφοντας το ρέμα του, μπήκα
στο νόημα της μυρσίνης
όπου φυγοδικούν οι ερωτευμένοι.
Άκουσα ξανά το μετάξι που
έψαυε τα τριχωτά μου στήθη ασθμαίνοντας.
Και η φωνή «χρυσέ
μου», νύχτα, μέσα στη ρεματιά,
που έκοβα το
στερνό πρυμνήσιο
των άστρων και πρόσεχε να πάρει σχέδιο τ'
αηδόνι.
Τι λαχτάρες αλήθεια και
τι χλευασμούς
εδέησε να περάσω, με το λί-
γο του όρκου στα δυο μάτια
και τα δάχτυλα
έξω απ' τη φθορά.
Τέτοιες χρονιές -α ναι- θα 'ταν
που εργαζόμουν να γίνει τόσο
τρυφερό το απέραντο γαλάζιο!
Είπα. Και στρέφοντας το πρόσωπο, μες στο
φως ξανά το αντίκριζα να
με ατενίζει. Δίχως έλεος.
Κι ήταν αυτό η αγνότητα.
Όμορφη, κι απ' των χρόνων το σκίασμα
συλλογισμένη, κάτω απ' τον
σημαφόρο του ήλιου, η
Κόρη του Ευθυδίκου
δάκρυζε
Που μ' έβλεπε να περπατώ, πάλι μέσα στον
κόσμο αυτόν, χωρίς
θεούς, αλλά βαρύς απ'
ό,τι, ζώντας, αφαιρούσα
του θανάτου.
Μονομιάς, η σκιά της χελιδόνας θέρισε τα
βλέμματα των νοσταλγών
της: Μεσημέρι.
Έριξα τους ορίζοντες μες στον ασβέστη,
και με χέρι αργό αλλά σί-
γουρο πήρα να χρίσω τους τέσσερις τοίχους
του μέλλοντος μου.
Η ασέλγεια, είπα, είναι καιρός ν'
αρχίσει
τώρα το ιερατικό της στά-
διο, και σε μια Μονή Φωτός ν'
ασφαλίσει την
υπέροχη στιγμή
που ο άνεμος έξυσε λίγο συννεφάκι πάνω από τ'
ακρότατο
δέν-
τρο της γης.
Κείνα που μόνος μόχθησα να βρω, για να
κρατήσω το ύφος μου μέσα
στην καταφρόνια, θα 'ρθουν
-από το δυνατό
του ευκαλύπτου
οξύ ως το θρόισμα της γυναίκας- να σωθούν
στης ασκητείας
μου την Κιβωτό.
Και το πιο μακρινό
και παραγκωνισμένο
ρυάκι, κι απ' τα πουλιά το
μόνο που μ' αφήκαν, το σπουργίτι, κι από το
πενιχρό της πίκρας
λεξιλόγιο, δύο, καν τρία, λόγια:
ψωμί,
καημός, αγάπη...
(Ω Καιροί που στρεβλώσατε το ουράνιο
τόξο, κι απ' το ραμφί του
σπουργιτιού αποσπάσατε το ψίχουλο,
και δεν
αφήσατε μήτε μια
τόση δα φωνούλα καθαρού νερού να συλλαβίσει
στη χλόη την
αγάπη μου
Εγώ, που αδάκρυτος
υπόμεινα την ορφάνια
της λάμψης, ω Καιροί, δε
συγχωρώ.)
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα
σπλάχνα, λιγοστέψει ο άν-
θρωπος, κι από τη μια στην άλλη
Γενεά, κυλώντας το Κακό,
αποθηριωθεί μες
στο παντερειπωτικό ου-
ράνιο
Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από
τη σκουριά του χαλα-
σμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να
δικαιώσουν τη μικρή
μου σύνεση
Κι αρμοσμένα πάλι τους ορίζοντες μακριά θ'
ανοίξουν,
ένα ένα στα
χείλη του νερού να τρίξουν τα λόγια τα πικρά
Το παλιό μου της απελπισίας νόημα δίνοντας
Ωσάν δάγκωμα σε φύλλο
ουρανικού
ευκαλύπτου, η αγία των ηδονών
ημέρα να μυρίσει
Και γυμνή ν' ανέβει το ρεύμα του Καιρού η γυναίκα η Χλοοφόρος
Που μ' αργότη ανοίγοντας βασιλική τα
δάχτυλα, μια για πάντα θα
στείλει το πουλί
Στων ανθρώπων τον ανίερο κάματο, από κει
που έσφαλε ο Θεός, να
στάξει
Τρίλια της Παράδεισος!
ΚΥΡΙΑΚΗ-Πρωί, στο Ναό του Μοσχοφόρου. Λέω:
να γίνει αληθινή
σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ· και τ'
αρνάκι της, κοιτάζοντας ίσια
στα μάτια το δολοφόνο μου, για μια στιγμή, να
τιμωρήσει το πι-
κρότατο μέλλον.
ΔΕΥΤΕΡΑ-Παρουσία χλόης και
νερού στα
πόδια μου. Που θα πει
πως υπάρχω. Πριν ή μετά
το βλέμμα
που θα μ' απολιθώσει,
το
δεξί χέρι ψηλά κρατώντας έναν πελώριο
γαλάζιο Στάχυ. Για να
ιδρύσω τα Νέα Ζώδια.
ΤΡΙΤΗ-Έξοδος των αριθμών. Πάλη του 1 με
το 9 σε μια παραλία πα-
νέρημη, γεμάτη μαύρα βότσαλα, φύκια σωρούς,
μεγάλες ραχο-
κοκαλιές θηρίων στα βράχια.
Τα δυο παλιά κι αγαπημένα μου άλογα,
χρεμετίζοντας όρθια πά-
νω από τους ατμούς που
ανεβάζει το θειάφι
της θαλάσσης.
ΤΕΤΑΡΤΗ-Από την άλλη μεριά του Κεραυνού.
Το καμένο χέρι που
θα ξαναβλαστήσει. Να ισιώσει τις πτυχές του
κόσμου.
ΠΕΜΠΤΗ-Ανοιχτή θύρα: σκαλοπάτια πέτρινα,
κεφαλές από γερά-
νια, και πιο πέρα στέγες διάφανες, χαρταετοί,
τρίμματα χοχλι-
διών στον ήλιο. Ένας τράγος μηρυκάζει
αργά τους αιώνες, κι ο
καπνός, γαλήνιος, ανεβαίνει μέσ' από τα
κέρατα.
Την ώρα που κρυφά, στην πίσω αυλή, φιλιέται
η κόρη του περι-
βολάρη, κι από την πολλή αγαλλίαση μια
γλάστρα πέφτει και
τσακίζεται.
Α, να σώσω αυτόν τον ήχο!
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των
γυναικών που αγάπησα
χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα!
Ε-λέ-νηηη! Κάθε
χτύπος καμ-
πάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου.
Ύστερα φως πα-
ράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια
που με
τραβούν ψηλά σ' έ-
να μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι.
ΣΑΒΒΑΤΟ-Κυπαρίσσι από το σόι μου,
που το
κόβουν άντρες βλοσυ-
ροί και αμίλητοι: γι'
αρρεβώνα ή θάνατο.
Σκάβουν το χώμα γύ-
ρω και το ραντίζουν με γαριφαλόνερο.
Έχοντας εγώ κιόλας απαγγείλει τα λόγια που
απομαγνητίζουν
το άπειρο!