ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ 2
Κει τους απάλλαξε ο Καιρός. Η φτερούγα η μια, η πιο κόκκινη, κάλυψε τον κόσμο, την ώρα που η άλλη, αβρή, σάλευε κιόλας μες στο διάστημα. Και καμιά ρυτίδα ή τύψη, αλλά σε βάθος μέγα |
|
Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση |
|
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ- «Της Μεταμορφώσεως» των γυναικών που αγάπησα χωρίς ελπίδα: Ηχώ: Μα-ρί-νααα! Ε-λέ-νηηη! Κάθε χτύπος καμπάνας, κι από μια πασχαλιά στην αγκαλιά μου. Ύστερα φως παράξενο, και δύο ανόμοια περιστέρια που με τραβούν ψηλά σ' ένα μεγάλο κισσοστολισμένο σπίτι. |
|
Έφερα τη ζωή μου ως εδώ
Δάχτυλα ελαφρά για να χαϊδέψουν ένα μέτωπο
Κλάψαν όλη τη νύχτα οι προσδοκίες και δεν είναι πια
|
|
Μάγουλα των νυμφών νιφτείτε όλη την άνοιξη ανασαίνοντάς την.
Κατά δω θα πνεύσει μια αιωνιότητα!
Σ' όλες τις κρήνες σ' όλες τις πηγές μια ιαχή θρυμματισμένη ξαναενώνεται Ιαχή ζωής όλη ελιγμούς μέσ' από τις δροσιές ως την ηχώ της που σαλπίζει Στα πεζούλια των άστρων το γενναίο σύναγμα των ασπίλων χεριών Των χεριών μας που έπλασαν με φως από καρδιά το ιδεατό τους σκίρτημα...
|
|
Καλημέρα ποταμάκι μου, είμαι μονάχος, είμαστε κι οι δυο μονάχοι μας
Τα κρύσταλλα ευωδιάσανε, τώρα μας λείπει
μόνο ένα καράβι
|
|
Ω ποταμάκι ποταμάκι,
καλημέρα του
ήλιου απάνθισμα της εξοχής κατά πού ξεχύνονται οι κελαηδισμοί Ποια όχθη αρέσουν,
σήμερα είμαι νέος |
|
Δέντρα σώπασαν, πέτρες μοιάσανε στις πέτρες, καβαλάρηδες έφυγαν
μα ποια να 'ναι
αυτή τα παράθυρα, βραδιάζει ο πόνος
χώμα ηχολογάει το χώμα |
|
Η καθεμιά τους ήτανε άλλοτε σταγόνα το στεφάνι της Και ζούνε μες στον ύπνο τους κισσούς |
|
Κρεμασμένος απ' τα κρόσσια μιας αυγής που
εξάγνισε τα νύχτια
παρελθόντα άθλους της δροσιάς που επίστεψαν στα δέντρα Μια χλωρή παρουσία προχωράει στις ρίζες της κι αποκτάει τη μέρα
ανεξάντλητη |
|
Εκεί που ελπίζει ο κόσμος. Εκεί που ο
άνθρωπος δε θέλει Μόνος του και χωρίς καμιά Ειμαρμένη!
|
|
Σε πήρα μέσα στο ίδιο ρίγος που αναποδογύριζε τις λέξεις και τις άφηνε πέρα σαν ανοιχτά και αναντικατάστατα όστρακα.
Γι' αυτό
κάθε φορά που αλλάζω μέρα σφίγγοντας την
καρδιά μου ως το ναδίρ,
|
|
Της αγάπης Μια για πάντα το κόψαμε Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς; Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς; Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς; Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς Από
τόσον χειμώνα
κι από τόσους
βοριάδες, μ' ακούς; |
|
Κρύψε στο μέτωπο σου τ' άστρο που θέλησες να βρεις μέσα στο πένθος. Και μ' αυτό προχώρησε και μ' αυτό πόνεσε πάνω απ' τον πόνο των ανθρώπων. Κι άφησε το λαό των άλλων να χαμηλώνει. Εσύ ξέρεις πάντοτε περισσότερα.
Γι' αυτό άλλωστε αξίζεις
και γι' αυτό σαν σηκώνεις τη σημαία σου ένα χρώμα πικρό πέφτει στις όψεις των πραγμάτων που παρομοιάζουν τον τιτάνιο κόσμο.
|
|
Τόσο φως, που κι η γυμνή γραμμή απαθανατίστηκε.
Το νερό σφάλισε και ν' αντικαταστήσεις το άγαλμα. Δε μένει παρά να' ρθεις εσύ και να γυρίσεις τα μάτια σου προς το πέλαγος που πια δε θα 'ναι άλλο από τ' ολοζώντανο το αδιάκοπο το αιώνιο ψιθύρισμά σου. Δε μένει παρά να τελειώσεις στους ορίζοντες.
|
|
Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη Όρθωσες ένα στήθος βράχου
|
|
Τόσο πολύ τη μέθυσε ο χυμός του ήλιου Που έγειρε το κεφάλι της και δέχτηκε να γίνει Σιγά σιγά: η μικρή Πορτοκαλένια!
|
|
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα Να μπεις απ' το παράθυρο στη Σμύρνη Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω |
|
Ήλιε μου ήλιε μου κατάδικε μου πάρ'τα μου πάρ'τα μου όλα κι άσε μου άσε μου την περηφάνια Να μη δείξω δάκρυ Να σ' αγγίξω μόνο και ας καώ φώναξα κι άπλωσα το χέρι Χάθηκε
o κήπος
τον κατάπιε η Άνοιξη με
τα σκληρά της δόντια |
|
Που κι ελεύθερος να μείνεις που και νικητής πάλι ο ήλιος γέρνει Σιγαλιά γεμάτη ακτές καταστραμμένες όπου
ακόμη κατεβαίνουνε λίγο πριν για πάντα σκοτεινιάσει Σαν να πήραν τέλος οι άνθρωποι και να μην
έχει μείνει άλλο τίποτα
|
|
Κατακαημένη πλάση που σε γήτεψαν
Όλ' οι τρελοί του κόσμου κι εστρατήγεψαν!
|
|
Κουράγιο περιστέρες και ανεμώνες μου Oι ωραίες κι οι συντροφιαστές κι οι μόνες μου
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε |
|
Σ' ένα μακρύ τραπέζι κόκκινο κρασί νέοι και γέροι κι άντρες ξεμανίκωτοι
Πάρτε μεράκι φλόγα λόγο μάλαμα πάρτε μικρό λαγούτο πάρτε μπαγλαμά
Ν' αρχίσει το τραγούδι ν' ανεβεί ο καημός να πάρει και να δώσει ο νους κι ο λογισμός |
|
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
|
|
![]() Το' να χέρι μπρος, έλεγες πολεμούσε ν' αρπαχτεί απ' το μέλλον, τ' άλλο κάτω απ' την έρμη την κεφαλή, στραμμένη με το πλάι Σαν να θωρεί στερνή φορά, στα μάτια ενός ξεκοιλιασμένου αλόγου, σωρό τα χαλάσματα καπνίζοντας.
|
|
Κοπάδια σπίτια που τα πάει Δάφνις γυμνός
|
|
![]()
ΧΑΙΡΕ
η Καιομένη και
χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η που πατείς και τα
σημάδια
σβήνονται
Χαίρε του
Παραδείσου
των βυθών η Αγρία
Χαίρε η Ονειροτόκος
χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε με τα
λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας
τον άνεμο
Χαίρε που καταρτίζεις
τα Μηναία των
Κήπων
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη
και σεμνή |
|