Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'
Η ΓΕΝΕΣΙΣ
|
ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη
ακόμη στον
πηλό
κάτω απ' τις χαρουπιές
και τους
μεγάλους
όρθιους
φοίνικες Η
ψυχή μου
ζητούσε
Σηματωρό και
Κήρυκα
δεξιά Και φυτά
σχημάτων
άλλων
«Εντολή σου»
είπε «αυτός ο κόσμος νέος
δόκιμος Θεός
για να πλάσει
μαζί αλγηδόνα κι
ευφροσύνη.
και ψηλά πάνω
από τα
μπεντένια
ξεκαρφώθηκαν
πέφτοντας
καταπώς η Καταιγίδα Τόσο εύλογο το Ακατανόητο Ύστερα
και οι άνεμοι
όλοι της
φαμίλιας μου
έφτασαν
και άλλοι
γέροντες
γνώριμοι
παλαιοί
Και το νέφος εχώρισαν στα
δύο Και αυτό
πάλι στα
τέσσερα ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.
ΚΑΙ
ΑΥΤΟΣ αλήθεια
που ήμουνα Ο πολλούς
αιώνες πριν
με το δάχτυλο
έσυρε τις
μακρινές
ανεβαίνοντας
κάποτε ψηλά
με οξύτητα
μία μέσα στην
άλλη
Τόσο ήταν
αλήθεια
οι λόφοι οι κατωφέρειες
τα λαγκάδια οι κάμποι Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο
ή κάτι το
υψηλό:
κρήνες
λευκές
μαρμάρινες ωραία
που είναι
στην αγκαλιά ο
ένας του
άλλου
και στροφή
γύρω του
κάνοντας μ'
ανοιχτές
παλάμες
έσπειρε
τρυπημένα
στο ένα φύλλο
τους για
σημείο
καταγωγής
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα
η μουσική
πάλευα τα
σεντόνια
Ήταν αυτό που γύρευα
Τότε
είπε και
γεννήθηκεν η θάλασσα Και
στη μέση της
έσπειρε
κόσμους
μικρούς κατ'
εικόνα
Ίπποι πέτρινοι με
τη χαίτη ορθή
που να
κρησάρουν
στα χέρια
τους το φως
που να μην τα
νιώθεις για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του και το δέντρο μονάχο του χωρίς κοπάδι για να το κάνεις φίλο σου
και να
γνωρίζεις τ' ακριβό
του τ' όνομα για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς
του βάθους
ολοένα για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
«ΚΑΙ
ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ
ΑΥΤΟΝ ανάγκη
να τον
βλέπεις και
να τον
λαβαίνεις» Σπίθες
ρίζα μες στο
σκότος
πιάνοντας
και νερών
άξαφνων
πίδακες
τα μεγάλα
είδα
κοντόποδα
φυτά,
γυρίζοντας
το πρόσωπο
Να το
σπαράγγι να ο ριθιός Οι
κρυφές
συλλαβές
όπου πάσχιζα
την
ταυτότητά
μου ν' αρθρώσω αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις Θυμήσου:
τον αγχέμαχο
Ζέφυρο Η
ώρα εννιά
χτύπησε
πέρδικα τη
βαθιά καρδιά
της ευφωνίας Κάτω απ' την κληματαριά ώρες εκεί ρέμβασα με μικρά μικρά τιτιβίσματα
κοασμούς,
τρυσμούς, το
μακρινό
κουκούρισμα: ήταν και ο μπόμπιρας εκεί
και το
αλογάκι που λεν της
Παναγίας και πάλι δύο οι θάλασσες και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιές- και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα η τριβίδα η λεία τ' αυτάκια των ανθών κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΥΣΤΕΡΑ
και τον
φλοίσβο ενόησα και
τον μακρύ
ατελείωτο
Είδα πάνω στο
μόλο
αραδιασμένα
τα κόκκινα
σταμνιά
λάλησε πιο
δυνατά ο βοριάς Κόρες
όμορφες και
γυμνές και
λείες ωσάν το
βότσαλο
να φυσούν
όρθιες μέσα
στην Κοχύλα
μικρές φωνές
πουλιών και
υακίνθων πέντε οργιές του βάθους πέρκες γοβιοί σπάροι με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές
Ανεβαίνοντας
έβρισκα
σπόγγους
και μισάνοιχτες πίνες και
αρμυρήθρες που
έσωσε ο Καιρός και
η σίγουρη ακοή
των μακρινών
ανέμων» Ήμουν
στον έκτο
μήνα των
ερώτων
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
«ΑΛΛΑ
ΠΡΩΤΑ θα δεις
την ερημιά
και θα της
δώσεις
«Πριν από την
καρδιά σου θα 'ναι
αυτή
Τούτο μόνο να
ξέρεις:
Εκεί σκόνη
έφτανε ο αφρός
Στα χαρτιά
σκυφτός και
στα βιβλία τ' απύθμενα το
λευκό
αναζήτησα ως
την ύστατη
ένταση
Να σταλθεί
βοήθεια τότε
κρίθηκε η στιγμή
κελαρύσανε όλη μέρα
ρυάκια να δαγκάσουνε οι πνοές
«Η αγνότητα»
είπε «είναι
αυτή γέροντας
γνωστικός
Θεός για να
πλάσει μαζί
πηλό και
ουρανοσύνη
αλλ' αδάγκωτο
πράσινο στις
ρεματιές το
χόρτο
κάρφωσε οι
ψιλές
κλωστές το
ασήμι,
δροσερά
μαλλιά
κοπέλας που είδα
Υπαρκτή
γυναίκα
όπως κάβος
πάτησα βαθιά
και ψηλά το
λόφο έχοντας
πόδι Και τον
ήλιο κεφάλι
κερασφόρο
ψιθύρισε
όταν ρώτησα:
και σ' αυτό πάνω
ισορροπείς
και υπάρχεις
και σ' αυτό μπορείς
απέραντα να
προχωρήσεις Κι
ο Ζυγός που,
ανοίγοντας
τα χέρια μου,
έμοιαζε
ΑΥΤΟΣ ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης
ήμουν εγώ Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
«Όλα τούτα καιρός της
αθωότητας Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε
«Για να
βλέπεις» είπε
«από μέσα μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως η φωνή του γκιόνη κάποιου που είχε σκοτωθεί το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου μυστικά να διαβαίνουνε φάροι
ψηλοί
ξωμάχοι Στους γκρεμούς
τραβερσωμένα
κάστρα
στα νερά της
Γέρας ν' ακουμπά
τα δάχτυλα
ο Παπάδος ο Πλακάδος
ο Παλαιόκηπος
και πολύ πριν
με το νου μου
βάλω
Κατά κει που δεν έσωνε
κανείς να δει
τα μεγάλα
ετοίμασε
Κενά στη γη
πριονισμένης
από
νοσταλγία
Σελήνης
πήρε μέρος
μέσα μου Το
σκληρό μου
σώμα ήταν η άγκυρα
κατεβασμένη όπου ήχος άλλος κανείς
μόνο γδούποι
γόοι και
κοπετοί
που η σκέψη
του Άλλου
Είδα μέσα στα
σπίτια
καθαρά σαν να
μην ήταν
τοίχοι και
άλλοι νέοι με
το μουστάκι που έζωναν
άρματα στη
μέση τους
δύο δάχτυλα
πάνω στη λαβή «Βλέπεις»
είπε «είναι οι
Άλλοι
και ανάγκη
πάσα να τους
αντικρίσεις και να μείνει αυτή.
Επειδή
πολλοί φορούν το
μελανό
πουκάμισο της Τετρακτίδος. Αν
αλήθεια
κρατήσεις
και τους
αντικρίσεις»
είπε
«Ο καθείς και
τα όπλα του»
είπε Ο
ακόμη χλωρός
μες στη φωτιά Ο
άκοπος απ' τον ουρανό λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα
ο πρώτος
πετεινός
και
Ανθρώπους
φέρνοντας
Θεογνωσία
ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!
|
Α'
Ιδού εγώ
λοιπόν
ο εραστής του
σκιρτήματος
των
ζαρκαδιών
ο ηλιοπότης
και ακριδοκτόνος.
του μελανού
φορέματος
των
αποφασισμένων
γαστέρας το
άγγρισμα!
Μοίρα των
αθώων, πάλι
μόνη, να σε,
στα Στενά!
Στα Στενά τα
χέρια μου
άδειασα
παρά βρύσες
κρύες να
τρέχουν
Ο καθείς και
τα όπλα του,
είπα:
Στα Στενά
φρουρούς
τους
ζέφυρους θα
στήσω
Λύνει αέρας
τα στοιχεία
και βροντή
προσβάλλει
τα βουνά.
Τη γλώσσα μου
έδωσαν
ελληνική·
Μονάχη
έγνοια η γλώσσα μου
στις
αμμουδιές
του Όμηρου.
ανεμόδαρτα
ρήματα
όσα είδα στα
σπλάχνα μου ν'
ανάβουνε
με τα πρώτα
λόγια των
Σειρήνων
Μονάχη
έγνοια η γλώσσα μου, με
τα πρώτα μαύρα ρίγη.
θεοί
μελαχρινοί,
θείοι κι
εξάδελφοι
και πνοές από
τη ρεματιά ευωδιάζοντας
σπάρτο και
πιπερόριζα
ψαλμωδίες
γλυκές με τα
πρώτα πρώτα
Δόξα Σοι.
Εκεί δάφνες
και βάγια
τις πάλες
ευλογώντας
και τα
καριοφίλια.
κνίσες,
τσουγκρίσματα
με τα πρώτα
σμπάρα των
Ελλήνων. Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!
|
|
|
Στον πηλό το στόμα * Ρόδινο νεογνό * Κι από τότε σου πλάθε * Τη γραμμή των χειλιών * Την άρθρωση σου 'δινε * Την αέρινη άσφαλτη *
Κι απ' την ίδια εκείνη * Άγνωστη φυλακή * Στον αιθέρα ερίζοντας * Πως για σένα τα αίματα * Στους αιώνες το πάλεμα * Η σαγήνη για σένα και *
Στα πνευστά των δέντρων * Δόρατα και σπαθιά * Μυστικά προστάγματα * Με την έκλαμψη πράσινων * Και πάνω απ' την άβυσσο * ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ * |
μου ακόμη και σε ονόμαζε στικτή πρώτη δροσιά βαθιά στα χαράματα και τον καπνό της κόμης και το λάμδα το έψιλον περπατηξιά
στιγμή μέσα μου ανοίγοντας φαιά κι άσπρα πουλιά ανέβηκαν κι ένιωσα για σένα τα δάκρυα το φριχτό και το υπέροχο η ομορφιά
και κρούοντας ο πυρρίχιος να λες άκουσα Εσύ και παρθενοβίωτα αστέρων λόγια αιωρούμενη γνώρισα ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ! |
|
Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟ ΜΕΤΩΠΟ Ξημερώνοντας
τ' Αγιαννιού,
με την αύριο
των Φώτων,
λάβαμε τη Δώδεκα μέρες κιόλας είχαμε μεις πιο πίσω, στα χωριά. Κι απάνω που
συνήθιζε τ' αυτί μας πάλι στα
γλυκά
τριξίματα
της γης, και
δειλά
Νύχτα πάνω
στη νύχτα
βαδίζαμε
ασταμάτητα,
ένας πίσω απ' τον
Τότες,
χωμένοι μες
στις
ρεματιές,
γέρναμε το
κεφάλι από το
μέ-
Δώδεκα μέρες
κιόλας,
είχαμε μεις
πιο πίσω στα
χωριά
κοιτάξει λιών, που 'χαν
λευκάνει απ' τα περίσσια
γένια.
Καπεταναίοι
αγέλα-
Κι ότι
ήμασταν σιμά
πολύ στα μέρη
όπου δεν έχει
καθημερινές
Ήταν φορές που
εσέρνανε μαζί τους κι
αιχμαλώτους,
μόλις πια- φύρια
πίσω μας, και
τα λίγα
μουλάρια μας,
κι εκείνα
ανήμπορα
μέσα
Τέλος, κάποια
φορά,
φανήκανε
μακριά οι καπνοί
που ανέβαιναν |
Νέος πολύ και γνώρισα * Όχι του δάσους μία στιγμή * Μόνο του σκύλου που αλυχτά * Των χαμηλών σπιτιών καπνοί * Η ανομολόγητη ματιά *
Όχι που αργούν στον άνεμο * Πέφτει η γαλήνη σαν βροχή * Μόνο του ζώου που σπαρταρά * Της Παναγίας δύο φορές * Στην πεδιάδα της ταφής *
Μόνο της θύρας χτύπημα * Μήτε σημάδι καν χεριού * Χρόνους πολλούς κι αν καρτερώ * Στων αδερφών τη μοιρασιά * Η πετροκόλλητη σαγή * |
των εκατό χρονώ φωνές στα στέρνα ο πεύκινος τριγμός στα βουνά τ' ανδροβάδιστα και κείνων που ψυχορραγούν του κόσμου του άλλου η ταραχή
των πελαργών μικρές κρωξιές και γρούζουν τα κηπευτικά τα πνιχτά κι ασυλλάβιστα ο μαύρος γύρος των ματιών και στην ποδιά των γυναικών
κι όταν ανοίξεις πια κανείς στη λίγη πάχνη των μαλλιών γαληνεμό δεν έλαβα μου δόθη ο κλήρος ο λειψός και το ζακόνι των φιδιών. |
Τον πλούτο
δεν έδωκες
ποτέ σ' εμένα
και απ' αυτές
πάλι
αλαζονικά,
ολοένα,
δοξαζόμενο!
και τον Στάχυ ο
Νότος
και των
δέντρων τον
κάματο δύο
και τρεις
φορές
Άλλο εγώ
και πάρεξ
μα τραχύ το
μάγουλο
έθεσα στο
τραχύτερο
της πέτρας
Εκοιμήθηκα
πάνω στην
έγνοια της
αυριανής
ημέρας
Και τα ελέη
της νύχτας
ερεύνησα
Από τον ιδρώτα μου
έδεσαν
διαμάντι
την παρθένα
του
βλέμματος.
και την πατήσανε χάμου σαν
έντομο.
και στερνά
την πέτρα μου
αφήσανε
Με πελέκι
βαρύ τη
χτυπούν, με
σκαρπέλο
σκληρό την
τρυπούν
Κι όσο τρώει
την ύλη ο καιρός τόσο
βγαίνει πιο
καθαρός
ΤΗΝ
ΟΡΓΗ ΤΩΝ
ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ
ΦΟΒΑΣΤΕ
Τις ημέρες
μου άθροισα
και δε σε
βρήκα
στη βοή των
γκρεμών και
στων άστρων
τον κυκεώνα
μου!
το σκοτάδι με
κόπο
χαράζοντας
στη φθαρμένη
την όψη
αρμόζοντας.
τη χαρά και τη
θλίψη πίσω
μου έριξα
την Ισχύ και
τη Γνώση.
Είπαν άλλοι:
γιατί; κι
αυτός να
κατοικήσει
Άλογα τα
πυρρά και τα μαύρα
μού
άναψαν
Γι' άλλη, πιο
μυστικήν
αντρεία
λαχτάρησα
στους αγρούς
τις βροχές να
γυρίσω
Είπαν άλλοι:
γιατί; κι
εκείνος να
γνωρίσει
Άλλου μάτια
δεν είδα, δεν
αντίκρισα
παρά μπόρες
μέσα στη
γαλήνη που άντεχα.
και τα όπλα
ζώστηκα και
μόνος βγήκα |
|
|
Μόνος κυβέρνησα * Μόνος αποίκησα * Μόνος εκόλπωσα * Επάνω στον αγρό * Τάισα τα λουλούδια κίτρινο * Επυροβόλησα την ερημιά * Είπα: δε θα 'ναι η μαχαιριά * Και είπα: δε θα 'ναι το Άδικο * Το χέρι των σεισμών * Το χέρι των έχτρων * Μου, εφρένιασαν εχάλασαν * Μία και δύο * Προδόθηκα κι απόμεινα * Πάρθηκα και πατήθηκα * Το μήνυμα που σήκωνα *
Μόνος απέλπισα * Μόνος εδάγκωσα * Μόνος εκίνησα * Ταξίδι σαν της σάλ * Ήταν στη δύναμή μου η Νέμεση * Να προχωρήσω με τον κορνιαχτό * Είπα: με μόνο το σπαθί * Και είπα: με μόνο το Άσπιλο * Στο πείσμα των σεισμών * Στο πείσμα των εχτρών * Μου, ανάντισα κρατήθηκα * Μία και δύο * Θεμελίωσα τα σπίτια μου * Πήρα και στεφανώθηκα * Το στάρι που ευαγγέλισα * |
τη θλίψη μου τον εγκαταλειμμένο Μάιο τις ευωδιές με τις αλκυονίδες βαυκάλισα τους λόφους με κόκκινο! βαθύτερη από την κραυγή τιμιότερο απ' το αίμα! το χέρι των λιμών το χέρι των δικών ερήμαξαν αφάνισαν και τρεις φορές στον κάμπο μόνος σαν κάστρο μόνος τ' άντεξα μόνος!
το θάνατο μες στον Καιρό με δόντια πέτρινα για το μακρύ πιγγας μες στους αιθέρες! το ατσάλι κι η ατιμία και τ' άρματα του κρύου νερού θα παραβγώ τον νου μου θα χτυπήσω! στο πείσμα των λιμών στο πείσμα των δικών ψυχώθηκα κραταιώθηκα και τρεις φορές στη μνήμη μόνος την άλω μόνος το 'δρεψα μόνος! |
|
ΟΙ ΗΜΙΟΝΗΓΟΙ Τις
ημέρες
εκείνες
έφτασαν
επιτέλους
υστέρα από
τρεις σωστές
Και συνέβηκε
τότες ένας απ' αυτούς
να 'χει μαζί
του κάτι
παλιές
Βαριά σιωπή
έπεσε ανάμεσό μας,
επειδή κι η ψυχή μας είχε
μή-
Τότε ο Λευτέρης,
που τύλιγε
παρέκει
τσιγάρο,
καρτερικά,
σαν να
Και ευθύς
ακούστηκε
στον αέρα η σκοτεινή
σφυριγματιά
της οβί- μας
ορίζαμε από
πριν το μέρος όπου
θα 'σμιγε η φωτιά το
χώμα ν' ανοί- |
Ένα το χελιδόνι * Για να γυρίσει ο ήλιος * Θέλει νεκροί χιλιάδες * Θέλει κι οι ζωντανοί *
Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *
Πάρθηκεν από Μάγους * Το' χουνε θάψει σ' ένα * Σ' ένα βαθύ πηγάδι * Μύρισε το σκότα *
Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα *
Σάλεψε σαν το σπέρμα * Το φοβερό της μνήμης * Κι όπως δαγκώνει αράχνη * Έλαμψαν οι γιαλοί *
Θε μου Πρωτομάστορα * Θε μου Πρωτομάστορα * |
κι η Άνοιξη ακριβή θέλει δουλειά πολλή να 'ναι στους Τροχούς να δίνουν το αίμα τους.
μ' έχτισες μέσα στα βουνά μ' έκλεισες μες στη θάλασσα!
το σώμα του Μαγιού μνήμα του πελάγου το 'χουνε κλειστό δι κι όλη η Άβυσσο.
μέσα στις πασχαλιές και Συ μύρισες την Ανάσταση!
σε μήτρα σκοτεινή έντομο μες στη γη δάγκωσε το φως κι όλο το πέλαγος.
μ'
έζωσες
τις
ακρογιαλιές |
Τα θεμέλιά
μου στα βουνά
και πάνω τους η
μνήμη καίει
Μνήμη του
λαού μου σε
λένε Πίνδο
και σε λένε Άθω.
κι απ' τα πόδια
τις μέρες
κρεμάζει
Ποιοι, πώς,
πότε
ανέβηκαν την
άβυσσο;
Τ' ουρανού το
πρόσωπο
γυρίζει κι οι
εχθροί μου
έφυγαν
μακριά.
Εσύ μόνη απ' τη φτέρνα τον
άντρα
γνωρίζεις
Εσύ την όψη
των αγίων
οξύνεις
πασχαλιάν
αναστάσιμη!
Τιμωρείς το
χέρι μου και
στα σκότη
λευκαίνεται!
Πάντα πάντα
τη λάμψη
περνάς
και τα βουνά
σηκώνουν οι
λαοί στον ώμο
τους άκαυτη βάτος!
Ο ποιητής των
νεφών και των
κυμάτων
κοιμάται
μέσα μου!
και η ψυχή του
πάντοτε με
της θαλάσσης
το λάχτισμα
Ξεριζώνει
δρυς και
δριμύς
κατεβαίνει ο θρηίκιος.
ξάφνου
μπατάρουν
και χάνονται.
απ' την άλλη
μεριά του βυθού.
στα γένια
θλιμμένων
αγίων.
την άλω του
πόντου
δονούν.
Κι οι γυναίκες τη
μαύρη σκιά
τους επάνω
Μαζί τους εγώ,
το χέρι κινώ
Στον σεμνό
τενεκέ με το
χρώμα βουτώ
Τα καινούρια
σκαριά
Βοηθός και
σκέπη μας αϊ-Κανάρη! Βοηθός και σκέπη μας άγια-Μαντώ!
Ήρθαν
αμέτρητες
φορές οι εχθροί μου
Και το χώμα
δεν έδεσε
ποτέ με τη
φτέρνα τους.
τον Σοφό, τον
Οικιστή και
τον Γεωμέτρη
την πάσα
Υποταγή και
Δύναμη
Και το φως δεν
έδεσε ποτέ με
τη σκέπη τους.
ούτε ζέφυρος
καν, τις
λευκές να
φουσκώσει
ποδιές.
στις κορφές,
στις
κοιλάδες, στα
πόρτα
ξύλα και άλλα
πλεούμενα
στο
παμπάλαιο
μέτρο
εφαρμόζοντας.
Ούτε καν ένα
χνάρι Θεού στην ψυχή
τους σημάδι
δεν άφησε·
Έφτασαν
αμέτρητες
φορές οι εχθροί μου
Και τα δώρα
τους άλλα δεν
ήτανε
Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν
δάχτυλα Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.
Ήρθαν με τα χρυσά σιρίτια
τα πετεινά
του Βορρά και
της Ανατολής
τα θηρία!
και στερνά
στο συκώτι
μου επάνω
ερίζοντας
«Γι' αυτούς»
είπαν «ο
καπνός της
θυσίας
αμήν.»
όλοι
ακούσαμε και
γνωρίσαμε.
με στεγνή
φωνή
τραγουδήσαμε:
κι η τριπλά εργασμένη
προδοσία.
και τα δόντια
τα σφιγμένα
ως την ώρα την
ύστερη
Για μας το
σύρσιμο στη
γης
των ματιών η απονιά
Αδελφοί μας εγέλασαν!
και για μας
της φήμης ο καπνός
Αλλά συ μες
στο χέρι μας
το λύχνο του
άστρου
θύρα της
Παράδεισος!
της πνοής σου
παίγνιο |
Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή μου *
Λυπημένες μυρσίνες * Μου ράντισαν την όψη * Που να βρω την ψυχή μου *
Οδηγέ των ακτινών * Αγύρτη που γνωρίζεις * Που να βρω την ψυχή μου *
Τα κορίτσια μου πένθος * Τ' αγόρια μου τουφέκια * Που να βρω την ψυχή μου *
Εκατόγχειρες νύχτες * Τα σπλάχνα μου αναδεύουν * Που να βρω την ψυχή μου *
Με το λύχνο του άστρου * Στο αγιάζι των λειμώνων * Που να βρω την ψυχή μου * |
στους ουρανούς εβγήκα στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ!
ασημωμένες ύπνο Φυσώ και μόνος πάω το τετράφυλλο δάκρυ!
και των κοιτώνων Μάγε το μέλλον μίλησέ μου το τετράφυλλο δάκρυ!
για τους αιώνες έχουν κρατούν και δεν κατέχουν το τετράφυλλο δάκρυ!
μες στο στερέωμα όλο Αυτός ο πόνος καίει το τετράφυλλο δάκρυ!
στους ουρανούς γυρίζω στη μόνη ακτή του κόσμου το τετράφυλλο δάκρυ! |
Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΞΟΔΟΣ Τις
ημέρες
εκείνες
έκαναν
σύναξη
μυστική τα
παιδιά και λάβανε την
Και επειδή
σίμωνε η μέρα που
το Γένος
είχε
συνήθειο να
γιορτά- τους
έλεγαν
αλήτες. Και
ακολουθούσανε
άντρες
πολλοί, και
γυναί-
Τέτοιας
λογής
αποκοτιές,
ωστόσο,
μαθαίνοντες
οι Άλλοι, σφό-
Και περάσανε
μέρες πολλές
μέσα σε λίγην
ώρα. Και θερίσανε |
|
|
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * μη παρακαλώ σας μη *
Αετόμορφα έχει τα ψηλά βουνά * και τα σπίτια πιο λευκά *
Της Ασίας αν αγγίζει από τη μια * στον αιθέρα στέκει να *
Και δεν είναι μήτε ξένου λογισμός * μόνο πένθος αχ παντού *
Τα πικρά μου χέρια με τον Κεραυνό * τους παλιούς φίλους καλώ *
Μα 'χουν όλα τα αίματα ξαντιμεθεί * και στον έναν ο άλλος μπαί *
Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ * μη παρακαλώ σας μη * |
και
μυρσίνη συ
δοξαστική
στα
ηφαίστεια
κλήματα
σειρά
της
Ευρώπης λίγο
αν ακουμπά
και
δικού της
μήτε αγάπη
μια
τα γυρίζω πίσω απ' τον Καιρό με φοβέρες και μ' αίματα!
κι οι φοβέρες αχ λατομηθεί νουν εναντίον οι άνεμοι!
και μυρσίνη συ δοξαστική λησμονάτε τη χώρα μου! |
Αυτός είναι
Θύρες επτά
τον
καλύπτουνε
Μηχανές
αέρος τον απάγουνε
στα Ηλύσια
μέσα και στους
Λευκούς
Οίκους τον αποθέτουνε.
Και γυναίκα
καμιά, επειδή όλες δικές
του -
Θαυμάζουν οι αφελείς
και σκιρτούν
των άντρων
του
Λυκαβηττού
Αλλά πόρος
κανείς για να
περάσει ο ήλιος τη φήμη
του στο
μέλλον
εμείς
αδελφοί,
εμείς η μέρα
της Κρίσεως καταπρόσωπο ρίχνοντας τα αργύρια! |
Καταπρόσωπό
μου εχλεύασαν οι
νέοι Αλεξανδρείς:
Ο αναίσθητος
και όταν όλοι
πάλι
αγαλλιούμε
Στις κραυγές
μας μπροστά
προσπερνά
και
αδιαφορεί
με τ' αυτί στην
πέτρα
Ο χωρίς φίλον
κανένα
που εμπιστεύεται
μόνον το σώμα
του
αυτός είναι
Επειδή νου
δεν έχει
και στο θάμνο που
καίει την
αγωνία μας
Ο αντίχριστος
και
ανάλγητος
δαιμονιστής
του αιώνος!
αυτός ηλιοφορεί.
ιδεοφορεί.
μαχαιροφορεί. |
|
|
Αυτός αυτός ο κόσμος * Των ήλιων και του κονιορτού * Ο υφαντής των αστερισμών * Στη χάση του θυμητικού * Αυτός ο ίδιος κόσμος * Κύμβαλο κύμβαλο *
Αυτός αυτός ο κόσμος * Ο σκυλεύοντας την ηδονή * Ο πάνω απ' τους Κατακλυσμούς * Ο γαμψός, ο κυφός * Τις νύχτες με τη σύριγγα * Στα σκύρα των πολιτειών * Αυτός ο πλατυκέφαλος * Ο εκούσιος * Ο υιός Αγγείθ *
Αυτός αυτός ο κόσμος * Της άμπωτης και του οργασμού * Ο ευρέτης των ζωδιακών * Στην άκρη της εκλειπτικής * Αυτός ο ίδιος κόσμος * Βούκινο βούκινο * |
ο ίδιος κόσμος είναι της τύρβης και του απόδειπνου ο ασημωτής των βρύων στο έβγα των ονείρων αυτός ο κόσμος είναι και μάταιο γέλιο μακρινό!
ο ίδιος κόσμος είναι ο βιάζοντας τις κρήνες ο κάτω απ' τους Τυφώνες ο δασύς, ο πυρρός τις μέρες με τη φόρμιγγα στους αρτεμώνες των αγρών αυτός ο μακρυκέφαλος ο ακούσιος και ο Σολομών.
ο ίδιος κόσμος είναι των τύψεων και της νέφωσης ο τολμητίας των θόλων κι όσο που φτάνει η Χτίσις αυτός ο κόσμος είναι και μάταιο νέφος μακρινό! |
ΤΟ ΟΙΚΟΠΕΔΟ ΜΕ ΤΊΣ ΤΣΟΥΚΝΙΔΕΣ
Μιαν
από τις ανήλιαγες
μέρες
εκείνου του
χειμώνα, ένα
πρωί Σαββά- νε
άνθρωποι με
χυμένη την
όψη στο
μολύβι και τα
μαλλιά
ολόισα,
Τότε, από τ' άλλο
μέρος φάνηκε
αργά
βαδίζοντας
να 'ρχεται Αυ-
Πάνω σ' εκείνη
τη στιγμή, ο Μεγάλος
Ξένος, αυτός που ακολου-
Και πολύ
τρομάξανε τα
παιδιά, και οι άνθρωποι με
το μολύβι ρωσαν.
Επειδή
πήγανε κι
ήρθανε γύρω
τα χαμόσπιτα, και
σε πολλές |
|
|
Γύρισα τα μάτια. * |
δάκρυα γιομάτα |
κατά το παραθύρι |
|
Και κοιτώντας έξω * |
καταχιονισμένα |
τα δέντρα των κοιλάδων |
|
Αδελφοί μου, είπα * |
ως κι αυτά μια μέρα |
κι αυτά θα τ' ατιμάσουν |
|
Προσωπιδοφόροι * |
μες στον άλλον αιώνα |
τις θηλιές ετοιμάζουν |
|
Δάγκωσα τη μέρα * |
και δεν έσταξε ούτε |
σταγόνα πράσινο αίμα |
|
Φώναξα στις πύλες * |
κι η φωνή μου πήρε |
τη θλίψη των φονιάδων |
|
Μες στης γης το κέντρο * |
φάνηκε ο πυρήνας |
που όλο σκοτεινιάζει |
|
Κι η αχτίδα του ήλιου * |
γίνηκε, ιδέστε |
ο μίτος του Θανάτου! |
|
Ω πικρές γυναίκες * |
με το μαύρο ρούχο |
παρθένες και μητέρες |
|
Που σιμά στη βρύση * |
δίνατε να πιούνε |
στ' αηδόνια των αγγέλων |
|
Έλαχε να δώσει * |
και σ' εσάς ο Χάρος |
τη φούχτα του γεμάτη |
|
Μέσ' απ' τα πηγάδια * |
τις κραυγές τραβάτε |
αδικοσκοτωμένων |
|
Τόσο δεν αγγίζουν * |
η φωτιά με το άχτι |
που πένεται ο λαός μου |
|
Του Θεού το στάρι * |
στα ψηλά καμιόνια |
το φόρτωσαν και πάει |
|
Μες στην έρμη κι άδεια * |
πολιτεία μένει |
το χέρι που μονάχα |
|
Με μπογιά θα γράψει * |
στους μεγάλους τοίχους |
ΨΩΜΙ ΚΙ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ |
|
Φύσηξεν η νύχτα * |
σβήσανε τα σπίτια |
κι είναι αργά στην ψυχή μου |
|
Δεν ακούει κανένας * |
όπου κι αν χτυπήσω |
η μνήμη με σκοτώνει |
|
Αδελφοί μου, λέει * |
μαύρες ώρες φτάνουν |
ο καιρός θα δείξει |
|
Των ανθρώπων έχουν * |
οι χαρές μιάνει |
τα σπλάχνα των τεράτων |
|
Γύρισα τα μάτια * |
δάκρυα γιομάτα |
κατά το παραθύρι |
|
Φώναξα στις πύλες * |
κι η φωνή μου πήρε |
τη θλίψη των φονιάδων |
|
Μες στης γης το κέντρο * |
φάνηκε ο πυρήνας |
που όλο σκοτεινιάζει |
|
Κι η αχτίδα του ήλιου * |
γίνηκε, ιδέστε |
ο μίτος του Θανάτου! |
Όπου, φωνάζω,
και να
βρίσκεστε,
αδελφοί
ανοίξετε μια
βρύση Καλό το νερό και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί
τον ήλιο στην
ανοιχτή
παλάμη του.
Η λαλιά που δεν ξέρει από
ψέμα
ευανάγνωστα
να γίνουν τα
σωθικά μου.
η αγχόνη τα
δέντρα μου
εξουθένωσε
Δεν αντέχω
Σελδζούκοι
ροπαλοφόροι
καραδοκούν.
Σκυλοκοίτες και
νεκρόσιτοι
κι ερεβομανείς Όπου
και να σας
βρίσκει το
κακό, αδελφοί μνημονεύετε
Διονύσιο
Σολωμό Η
λαλιά που δεν
ξέρει από
ψέμα με
το λίγο βάμμα
του γλαυκού
στα χείλη. και
πέτρινο το
χέρι του
μεσημεριού Όπου
και να πατεί
το πόδι σας,
φωνάζω μια
βρύση
ανοίξετε
Και στα βαθιά
μεσάνυχτα,
στους ορυζώνες του ύπνου
Τα σεντόνια
παλεύω και τα
μάτια πηχτά
Άνεμοι γέροντες
γενειοφόροι
εσείς που κατέχετε το
μυστικό
Στα μάτια ένα
δελφίνι
σύρετέ μου
Να περνά και
να σβήνει την
πλάκα του
βωμού
Οι αφροί του
λευκοί ν' αναπηδούν
επάνω
Να περνά και
να λύνει το
σχήμα του Σταυρού
Ο βαθύς
τριγμός να
μου θυμίζει
ακόμη
Η ουρά του η πλατιά να μου
αυλακώνει
Και στον ήλιο
πάλι να με
αφήνει
Τα σεντόνια
παλεύω και τα
χέρια τυφλά
Άνεμοι γέροντες
γενειοφόροι
εσείς που κατέχετε το
μυστικό
και
σταυρώσετέ
μου την με το
δελφίνι
με την πρώτη
νεότητα ν' ανεβώ
Ανομίες εμίαναν τα
χέρια μου, πώς να τ'
ανοίξω;
Γιοι των
ανθρώπων, τι να πω;
Εύγε πρώτη
νεότης μου
και αδάμαστο
χείλι
και στις μπόρες μέσα,
της βροντής
αντιμίλησες
Τόσο χώμα στις ρίζες
μου έριξες, που κι
η σκέψη
μου χλόισε!
το κράτος και
το νόημα τ' ουρανού.
και στα χέρια
του Θανάτου
άχρηστο
σκεύος
Γιοι των
ανθρώπων, να
φοβούμαι τι;
Πάρετέ μου τη
θάλασσα με
τους άσπρους
βοριάδες
τα πολλά
κελαηδίσματα,
και το
κορίτσι το
ένα
πάρετέ μου,
τραγούδησα!
Πάρετέ μου τη
σκέψη, πού να
την πείτε;
Με το στόμα
φιλώντας εχάρηκα το
παρθένο
κορμί.
Τις ιδέες μου
όλες
ενησιώτισα.
Ναοί στο
σχήμα τ' ουρανού
με το σταφύλι
στα δόντια που μας
πρέπατε!
και πολύ
γαλάζιο που αγαπήσαμε!
ο Ιούλιος με
το φωτεινό
πουκάμισο
Φύγανε
και στα βάθη
μέσα των
ματιών
ανεπίδοτο
έμεινε το
ηλιοβασίλεμα!
Τείχισε τις πλευρές του
κόσμου
και στην
πλάκα επάνω
του βωμού
σφαγίασε το
σώμα
Και των
ανθρώπων η φρόνηση
έκλεισε τα
σύνορα.
και κορίτσια
ωραία
Πουλιά το
βάρος της
καρδίας μας
ψηλά
μηδενίζοντας
Φύγανε
φύγανε
και ο Γραίγος ο
ασυλλόγιστος
με τα λοξά του
κόκκινα
πανιά.
και βαθιά
κάτω απ' το
χώμα
συννέφιασε
ανεβάζοντας
και βροντές, η οργή των
νεκρών
εγυρίσανε
πάλι με το
στήθος
μπροστά |
Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ Είπεν
ο λαός μου: το
δίκαιο που
μου δίδαξαν
έπραξα και
ιδού αιώνες
Τότες αυτοί που κατέχουνε τα
πολλά, ν' ακούσουνε
τέτοιο τρίξι-
Και το λόγο
τους πριν αποσώσουν είχε πάρει ν'
αλλάζει ο καιρός, γνωρίζοντας
ο ένας τον
άλλο. Και
σημάδευε
κατά πατέρα ο γιος και
Μήνες
τριάντα
τρεις και
πλέον
βάστηξε το
Κακό. Που τη
θύρα |
|
|
Της αγάπης αίματα * |
με πορφύρωσαν |
Και χαρές ανίδωτες * |
με σκιάσανε |
Οξειδώθηκα μες στη * |
νοτιά |
* |
των ανθρώπων |
Μακρινή Μητέρα * |
Ρόδο μου Αμάραντο |
Στ' ανοιχτά του πέλαγου * | με καρτέρεσαν |
Με μπομπάρδες τρικάταρτες * |
και μου ρίξανε |
Αμαρτία μου να 'χα * | κι εγώ |
* | μιαν αγάπη |
Μακρινή Μητέρα * | Ρόδο μου Αμάραντο |
Τον Ιούλιο κάποτε * | μισανοίξανε |
Τα μεγάλα μάτια της * |
μες στα σπλάχνα μου |
Την παρθένα ζωή μια * | στιγμή |
* | να φωτίσουν |
Μακρινή Μητέρα * | Ρόδο μου Αμάραντο |
Κι από τότε γύρισαν * | καταπάνω μου |
Των αιώνων όργητες * |
ξεφωνίζοντας |
«Ο που σ' είδε, στο αίμα * | να ζει |
* | και στην πέτρα» |
Μακρινή Μητέρα * | Ρόδο μου Αμάραντο |
Της πατρίδας μου πάλι * | ομοιώθηκα |
Μες στις πέτρες άνθισα * | και μεγάλωσα |
Των φονιάδων το αίμα * | με φως |
* | ξεπληρώνω |
Μακρινή Μητέρα * | Ρόδο μου Αμάραντο. |
Θεέ μου συ με
θέλησες και
να, σ' το
ανταποδίδω
την ικεσία δεν έστερξα
Τι, τι, τι άλλο
μου μέλλεται;
κι η Αυγή, πριν
προλάβω
που συ τη
θέλησες!
στεριώνω
στον άνεμο
που συ τη
θέλησες!
και να τα πάλι που
καταπέφτουν
που συ το
θέλησες!
Ιδού που εσύ
μιλείς κι εγώ
αληθεύω.
Ορυχεία βαθαίνω και
τους
ουρανούς
εργάζομαι.
Θεέ μου συ με
θέλησες και
να, στο
ανταποδίδω.
ημέρες και
νύχτες
ανατρέπω
στην τάξη κι
εναντίον τα
βάζω που συ τον θέλησες!
Ενωρίς εξύπνησα
τις
ηδονές
με το χέρι
μπροστά στη
θάλασσα
προχώρησα
Φύσηξες και
με κύκλωσαν
οι τρικυμίες
Θεέ μου με
φώναζες και πως να φύγω;
που ξανά θα
γυρίσουνε
χωρίς εμένα
που αργά το
αίμα μου
ένιωσα ν' αναβλύζει
ψηλά
Έσκαψα μες
στο χώμα την
ώρα που ήμουν ο ένοχος
και του
μίλησα τόσο
απαλά
στο χώμα που ήμουν
ο ένοχος.
με του κόσμου
τα πράγματα
στο νου μου
γυμνά
που αργά οι
γυναίκες
γύρισαν μες
στον ήλιο και
πόνεσαν
Θεέ μου με
φώναζες και πως να φύγω;
ενωρίς τη
λεύκα μου
άναψα
εκεί μόνος
την έστησα: ένα ένα μού γύρισαν τα πουλιά! |
|
|
Θα καρώ Μοναχός * | των θαλερών πραγμάτων |
Σεμνά θα υπηρετώ * | την τάξη των πουλιών |
Στον όρθρο της Συκιάς * | από τις νύχτες θα 'ρχομαι |
Κατάδροσος * | να φέρω στην ποδιά μου |
Το κυανό * | το ρόδινο το μωβ |
Και τις γενναίες του νερού * | ν' ανάβω |
Σταγόνες * | ο γενναιότερος. |
|
|
Εικονίσματα θα * | 'χω τ' άχραντα κορίτσια |
Ντυμένα στου πελά * | γους μόνο το λινό |
Θα δέομαι να πά * |
ρει της μυρτιάς το ένστικτο |
Η αγνότη μου * | και τους μυώνες θηρίου |
Το ποταπό * | το δύστροπο το αχνό |
Στα σφριγηλά μου σωθικά * | να πνίξω |
Για πάντα * | ο σφριγηλότερος. |
|
|
Θα περάσουν καιροί * | πολλών ανομημάτων |
Του κέρδους της τιμής * | των τύψεων του δαρμού |
Λυσσώντας θα χιμάει * |
ο Βουκεφάλας του αίματος |
Τις άσπρες μου * | λαχτάρες να λαχτίσει |
Την αντρειά * | τον ερωτά το φως |
Και κραταιές όσφραίνοντάς * | τις να χλι- |
Μιντρίσει * | ο κραταιότερος. |
|
|
Αλλά τότε στις εξ * | των υψωμένων κρίνων |
Που η κρίση μου θα κά * | νει ρήγμα του Καιρού |
Η ενδέκατη εντολή * | θ' αναδυθεί απ' τα μάτια μου |
Ή θα 'ναι αυτός * | ο κόσμος ή δε θα 'ναι |
Ο Τοκετός * |
η Θέωσις το Αεί |
Που με τα δίκαια της ψυχής * | μου θα 'χω |
Κηρύξει * | ο δικαιότερος. |
ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ Χρόνους
πολλούς μετά
την Αμαρτία που την
είπανε Αρετή
μέσα -Βλέπω
τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά,
παραδομένα
στη σφήκα και -Βλέπω
τα πελέκια
στον αέρα
σκίζοντας
προτομές
Αυτοκρατόρων -Βλέπω
τους
εμπόρους να
εισπράττουν
σκύβοντας το
κέρδος των
Χρόνους
πολλούς μετά
την Αμαρτία που την
είπανε Αρετή
μέσα για
να δελεάσουν
τα γύναια. Και
τα γύναια θα καταπλαγούν
και θα -Βλέπω
τη μικρή
Μυρτώ, την
πόρνη από τη
Σίκινο,
στημένη
πέτρι- -Βλέπω
τους έφηβους
και βλέπω τα
κορίτσια
στην ετήσια
Κλήρω-
Λείψανα
παλιών
άστρων και
γωνιές
αραχνιασμένες
τ' ουρανού σαρώ- -Βλέπω
τους
Χωροφυλάκους
να
προσφέρουν
το αίμα τους,
θυσία -Βλέπω
τη διαρκή
επανάσταση
φυτών και
λουλουδιών. . Και
των αρχαίων
Κυβερνητών
τα έργα
πληρώνοντας η Χτίσις, θα
φρί- |
|
|
Ανοίγω το στόμα μου * | κι αναγαλλιάζει το πέλαγος |
Και παίρνει τα λόγια μου * | στις σκοτεινές του σπηλιές |
Και στις φώκιες τις μικρές * | τα ψιθυρίζει |
Τις νύχτες που κλαιν * | των ανθρώπων τα βάσανα. |
Χαράζω τις φλέβες μου * | και κοκκινίζουν τα όνειρα |
Και τσέρκουλα γίνονται * |
στις γειτονιές των παιδιών |
Και σεντόνια στις κόπε * | λες που αγρυπνούνε |
Κρυφά για ν' ακούν * | των ερώτων τα θαύματα |
Ζαλίζει τ' αγιόκλημα * | και κατεβαίνω στον κήπο μου |
Και θάβω τα πτώματα * |
των μυστικών μου νεκρών |
Και τον λώρο το χρυσό * | των προδομένων |
Αστέρων τους κό * | βω να πέσουν στην άβυσσο. |
Σκουριάζουν τα. σίδερα * |
και τιμωρώ τον αιώνα τους |
Εγώ που δοκίμασα * | τις μυριάδες αιχμές |
Κι από γιούλια και ναρκί * | σσους το καινούριο |
Μαχαίρι έτοιμα * | ζω που αρμόζει στους Ήρωες. |
|
|
Γυμνώθω τα στήθη μου * | και ξαπολυούνται οι άνεμοι |
Κι ερείπια σαρώνουνε * | και χαλασμένες ψυχές |
Κι απ' τα νέφη τα πυκνά * | τής καθαρίζουν |
Τη γη, να φάνουν * | τα Λιβάδια τα Πάντερπνα! |
Σε χώρα
μακρινή και αναμάρτητη
τώρα
πορεύομαι.
με τους
ιριδισμούς
του πόλου στα
μαλλιά
Μες στα χόρτα
προβαίνω, με
το γόνατο
πλώρη
τις στερνές
τολύπες του
ύπνου.
Μεγάλα
μυστήρια
βλέπω και
παράδοξα:
Τρίαινα με
δελφίνι το
σημάδι του Σταυρού.
Όθε με δόξα θα
περάσω.
γίνει
μυρτιές και
φοινικόκλαρα:
Ηδονή καρπού
βλέπω τη
στέρηση.
τους χρόνους
της οργής
πίσω απ' τα
σίδερα.
τον βυθό της
Μαρίνας.
Τα δάκρυα που με πρόδωσαν
και οι
ταπεινώσεις
έχοντας
Ωσαννά
σημαίνοντας ο ερχόμενος!
Σε χώρα
μακρινή και αρυτίδωτη
τώρα
πορεύομαι.
κι αλογάκια
πέτρινα
Γενεές
μυρτιάς μ'
αναγνωρίζουν
άγιος, άγιος,
φωνάζοντας.
αυτός ο Πρίγκιπας
των Κρίνων
είναι. μια στιγμή ζωγραφιζόμουν. Για να λάβει ο κρόκος από τους αιθέρες δίκαιο.
Στον ασβέστη
τώρα τους
αληθινούς
μου Νόμους
Μακάριοι,
λέγω, οι δυνατοί
που αποκρυπτογραφούνε
το Άσπιλο.
στων
ηφαιστείων
το στήθος και στο κλήμα των
παρθένων.
Σε χώρα
μακρινή και αρυτίδωτη
τώρα
πορεύομαι.
αυτό χαρίζει
τη Ζωή
Χτυπά η καμπάνα του
μεσημεριού
ΝΥΝ και ΑΙΕΝ και ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ. ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το τίμημα. |
ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ το
φως και η πρώτη
η αλκή μες στο
ζώο που οδηγεί τον
ήλιο
Η στεριά που βουτά και
υψώνει
αυχένα
οι μικρές
κυανές φωνές
μυριάδες
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
χέρι της
Γοργόνας
σαν να το
κάνει τάμα
στους
ανέμους
Ο μικρός
ερωδιός της
εκκλησίας
ένα βότσαλο
άπεφθο μέσα
στο βάθος
ΟΙ
ΣΗΜΑΝΤΟΡΕΣ
ΑΝΕΜΟΙ που ιερουργούνε
που φυσούν και ανάβουνε
τα
πορτοκάλια
Οι αγένειοι
δόκιμοι της
τρικυμίας
οι Ερμήδες με
το μυτερό
σκιάδι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
ξύλινο
τραπέζι
του νερού τα
παιχνίδια
στο ταβάνι
Οι λιθιές και
τα κύματα
χέρι με χέρι
ένας
τζίτζικας που έπεισε
χιλιάδες
άλλους
ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ το
κάμα που κλωσάει
τα σκατά των
παιδιών με
την πράσινη
μύγα
Οι δεκάξι
νομάτοι που τραβούν την
τράτα
οι φωνές οι αδέσποτες
της ερημίας
ΤΑ
ΝΗΣΙΑ με το
μίνιο και με
το φούμο
τα νησιά με
τους έρημους
ταρσανάδες
Στο μελτέμι τα ορτσάροντας
με κόντρα-φλόκο
έως όλο το
μάκρος τους τ' αφρισμένα
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ στο πέτρινο
πεζούλι
σαν ωραίο
οκτώ ή σαν
κανάτι
Το πορώδες
και άσπρο
μεσημέρι
το σβησμένο
χρυσάφι μες
στους
πυλώνες
Του κορμού
του αρχαίου
του δέντρου η Ήρα
ένα σπίτι σαν
άγκυρα κάτω
στο βάθος
Της αντίπερα
όχθης των
πουλιών ο βόσπορος
η γλαυκή ακοή
μισή κάτω απ' το πέλαγος
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ εορτάζοντας
τη μνήμη
ένα θαύμα να
καίει στους
ουρανούς τ'
αλώνια
ΧΑΙΡΕ
η Καιομένη και
χαίρε η Χλωρή
Χαίρε η που πατείς και τα
σημάδια
σβήνονται
Χαίρε του
Παραδείσου
των βυθών η Αγρία
Χαίρε η Ονειροτόκος
χαίρε η Πελαγινή
Χαίρε με τα
λυτά μαλλιά η χρυσίζοντας
τον άνεμο
Χαίρε που καταρτίζεις
τα Μηναία των
Κήπων
Χαίρε η ακριβοσπάθιστη
και σεμνή
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
χώμα που ανεβάζει
του βουνού ο πυθμένας
όπου θάλλουν
Ο χωρίς
δισταγμούς
ένστικτος
νόμος
ο αιμάτινος
θρόμβος ο σωσίας του
ήλιου
ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ το
ρόπτρο - σκαραβαίος
ο Απρίλης που ένιωσε ν'
αλλάζει
φύλο
Το χειράμαξο
γέρνοντας με
το 'να πλάι
του νερού η αόρατη αορτή
που πάλλει
τα λουλούδια τα οικόσιτα
της
Νοσταλγίας
τα μικρά και
τετράποδα
στο μονοπάτι
Τα σεμνά με
την κόκκινη αρρεβώνα
τα σε καθαρό
ουρανό εργασμένα
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
σύννεφο στη
χλόη
το βαθύ της
Μνησαρέτης
βλέμμα
Της καμπάνας ο
άνεμος ο χρυσεγέρτης
και ο άλλος
ιππέας ο νοητός
που πάει
Μιας νυχτός
Ιουνίου η νηνεμία
το ζωάκι των
άστρων που ανεβαίνει
Ένας κόμπος
ψυχής κι ούτε
πια λέξη
και ο έρωτας έλθοντ' εξ
οράνω
ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ η πόα της
ουτοπίας
τα κορίτσια τ'
Αγγεία των
Μυστηρίων
Τα στυφά στο
σκοτάδι και
όμως θαύμα
τα στραμμένα
επάνω τους
όπως οι φάροι
Των ψιθύρων η επώαση μες
στα κοχύλια
ένα φως
μακρινό που λέει:
κοιμήσου
Το λιγάκι
πουκάμισο που τρώει
ο αέρας
του αιδοίου
το
μενεξεδένιο
αλάτι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
μακρινό
τραγούδι
τα
φραγκόσυκα
φέγγοντας
μες στη
μασχάλη
Τα νυχτέρια τ' ατέλειωτα
μέσα στα
σπλάχνα
ένα μαύρο
κρεβάτι που όλο πλέει
ΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ τα
όρθια με το μαύρο πόδι
τα καράβια οι πεσσοί του
Πολικού και
του Ύπνου
Τα γεμάτα
βοριάδες και
φουντούκι
του Όρους
τα γραμμένα
στη μάσκα
τους καθώς οι
Αγίοι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
κύμα που αγριεύει
τα χυμένα
μαλλιά στο όρνεο που γυρίζει
Η Μαρίνα
καθώς προτού
να υπάρξει
η Μαρίνα το
κέρας της
Σελήνης
Τα μουράγια
ξεσκέπαστα
στη σοροκάδα
τα καημένα τα
σπίτια που το
ένα στο άλλο
Της μικρής
βροχής το
λυπημένο
πρόσωπο
ούτε μια φωνή
στα
κουρασμένα
σύννεφα
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ο πικρός και
ο μόνος
Ποιητής που δουλεύει το
μαχαίρι
ΟΤΙ ΑΥΤΟΣ ο Θάνατος και
αυτός η Ζωή
Αυτός η ευθεία του
φυτού η το
σώμα
τέμνοντας
Αυτός η δίψα η μετά την
κρήνη
Αυτός ο θεωρός των
κυμάτων ο Ίων
Αυτός η θρυαλλίδα
που από τα
χείλη ανάβει
Αυτός ο Ληστής της
ηδονής που δε
σταυρώνεται
Αυτός το
σκότος και
αυτός η όμορφη
αφροσύνη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
γύρισμα του
λύκου
τα εννέα
σκαλιά που ανέβηκε
ο Πλωτίνος
Το λιγάκι που αγγίζοντας
αφήνει ο γλάρος
η γραμμή που χαράζεται
μες στην ψυχή
σου
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
πριν της
οπτασίας
το καιούμενο
ποίημα και
ηχείο
θανάτου
Το ενδόμυχο
φως που ασπρογαλιάζει
τα χωρίς
εκμαγείο
βουνά που βγάζουν
ΤΑ ΒΟΥΝΑ με
την οίηση των
ερειπίων
τα βουνά τα
σαν ύφαλα μιας
οπτασίας
Τα γεμάτα
ψιλόβροχο
σαν
μοναστήρια
τα ήρεμα
πηγαίνοντας
καθώς
βουκόλοι
ΑΞΙΟΝ
ΕΣΤΙ το
διάσελο που ανοίγει
μια φωνή που παράπεσε μες
στην κοιλάδα
Των βοδιών η προσπάθεια
που σέρνουν
ο καπνός ο ατάραχος
που πάει
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
πέρασμα του
λύχνου
η σελίδα που γράφτηκε
κάτω απ' το χώμα
Τα
ξυλόγλυπτα
τέρατα πάνω
στο τέμπλο
οι εράσμιες
Κόρες με το
πέτρινο χέρι
Τ'ΑΣΤΕΡΟΕΝΤΑ
δέντρα με την
ευδοκία
η παλιά
δοξασία ότι
πάντα
υπάρχει
Η σκιά που τα
γέρνει με το
πλάι στο χώμα
η αρχαία τους
όρχηση πάνω απ'
τους
τάφους Ελιά, η Ροδιά, η Ροδακινιά το Πεύκο, η Λεύκα, ο Πλάτανος η Δρυς, η Οξιά, το Κυπαρίσσι
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
αναίτιο
δάκρυ
των παιδιών που κρατιούνται
χέρι χέρι
Των ερώτων το
τραύλισμα
πάνω στα
βράχια
το τριζόνι το
επίμονο
καθώς η τύψη
Ο στυφός μες
στα δόντια
επίορκος
δυόσμος
το «αντίο» στα
τσίνορα που λίγο λάμπει
Το αργό και
βαρύ των
καταιγίδων
όργανο
των φονιάδων η
άλλη πλευρά η αθέατη
ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ το
χέρι που επιστρέφει
ποιος
αλήθεια ο κόσμος
που υπερέχει
ΝΥΝ
το αγρίμι
της μυρτιάς
Νυν η κραυγή
του Μάη
Νυν νυν η παραίσθηση
και του ύπνου η
μιμική
Νυν των
λεπιδοπτέρων
το νέφος το
κινούμενο
Νυν το
περίβλημα
της Γης και η Εξουσία
Νυν της
Σελήνης το
μελάγχρωμα
το ανίατο
Νυν των λαών
το αμάλγαμα
και ο μαύρος
Αριθμός
Νυν η ταπείνωση
των Θεών Νυν η σποδός του
Άνθρωπου
και Αιέν ο κόσμος ο μικρός, ο Μέγας! |