ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ 1

    Με κάποιον μαγικό τρόπο περιπλανηθήκαμε, όσο καιρό φτιάχναμε ετούτο το site στις αμμουδιές των νησιών, έτσι όπως τα γνωρίσαμε με την ορμή των εφηβικών μας χρόνων. Ύστερα βρεθήκαμε στα μετόπισθεν του πόλεμου, μετράγαμε τις μέρες μέχρι να ξεκινήσουμε για το μέτωπο. Όταν φτάσαμε καταλάβαμε πόσο λάθος, πόσο αίσχος ενάντια στην πλάση είναι αυτός , αλλά και κάθε άλλος πόλεμος. Έτσι οριοθετήσαμε τον κόσμο μας και κατονομάσαμε τις δικές μας άξιες. Σιγά -σιγά, με έναν τρόπο βασανιστικό άρχισε να σταλάζει η πραγματικότητα την δική της όψη, που δεν χωρά επίθετα καλή - κακή, όμορφη - άσχημη, είναι απλώς αυτή, υπάρχει και θα υπάρχει μετά. Την περιγράψαμε με όσους τρόπους μπορέσαμε άλλοτε στην καυτή ανάσα του καλοκαιριού άλλοτε στα κρύα του χειμώνα, άλλοτε ακουμπισμένοι σε στήθος γυναικείο, άλλοτε με το δισάκι μας στον ώμο περιπλανώμενοι. Στο τέλος της πορείας γνωρίσαμε τον συνοδοιπόρο φίλο. Μαζί του περιπλανηθήκαμε λίγο ακόμα - λίγο ακόμα και όταν αυτός μας έτεινε το χέρι αποχωρήσαμε σιωπηλά σε ποιάς του Ομήρου άραγε, γαλάζια παραλία.

    Μπορείτε να συμμετέχετε με email στο παρακάτω εγχείρημα επισυνάπτοντας 1ον. την αφορμή 2ον. το δικό σας μικρό κείμενο και 3ον. το απόσπασμα από τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη.

 

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΣΑΚΟΣ... 

  Κάθε παιδί που γεννιέται στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη κατ' επέκταση, φέρει πλέον στο ταξιδιωτικό του σάκο, τα έργα του Οδυσσέα Ελύτη. Ας ξεχάσουμε για λίγο το nobel, τους τόνους βιβλίων που έχουν γραφτεί για τον ποιητή και το έργο του, τα δεκάδες συνέδρια με τους τιμητικούς λόγους... Ας μείνουμε στον απλό καθημερινό άνθρωπο που ανακαλύπτει στην αποθήκη του πολιτισμού του, στο σεντούκι της παράδοσης το όνομα του ποιητή. Ο ποιητής του Αιγαίου... πόσο άδικος και ρηχός μοιάζει ο προσδιορισμός ετούτος, εξαιρετικά ασφυξιογόνος όταν η απλούστερη ματιά καταδεικνύει την υπαρξιακή αναζήτηση του μικρού ναυτίλου ή την γνωριμία με το τέλος του θανάτου στα ελέγεια της οξώπετρας. 

 (Με αφορμή την πορεία της 15ης Φεβρουαρίου του 2003 και την μεγάλη συμμετοχή νέων ανθρώπων σε αυτήν.)

"Είσαι νέος -το ξέρω- και δεν υπάρχει τίποτε.

Λαοί, έθνη, ελευθερίες, τίποτε.
Όμως είσαι. Και την ώρα που

Φεύγεις με το 'να πόδι σου έρχεσαι με τ' άλλο
Ερωτοφωτόσχιστος

Περνάς θέλεις δε θέλεις

Αυλητής φυτών και συναγείρεις τα είδωλα
Εναντίον μας. Όσο η φωνή σου αντέχει.

Πως της παρθένας το τζιτζίκι όταν το πιάνεις
Πάλλονται κάτω απ' το δέρμα σου οι μυώνες
Ή τα ζώα που πίνουν κι υστέρα κοιτούν
Πως σβήνουν την αθλιότητα: ίδια εσύ
Παραλαμβάνεις απ' τους Δίες τον κεραυνό
Και ο κόσμος σού υπακούει. Εμπρός λοιπόν
Από σένα η άνοιξη εξαρτάται. Τάχυνε την αστραπή

Πιάσε το ΠΡΕΠΕΙ από το ιώτα και γδάρε το ίσαμε το πι."

"Από τον μικρό ναυτίλο"

 

 (Με αφορμή τον πόλεμο στο Ιράκ)

Είσαι λοιπόν ένας νεαρός Έλληνας, ένας Ευρωπαίος πολίτης. Θα πάρεις αποφάσεις σπουδαίες που θα έχουν να κάνουν ακόμα και με την ζωή. Θα σταθείς σε πολλά μεταίχμια στο φρύδι ψηλών γκρεμών. Τα "όχι" με τα "ναι" θα απέχουν μόλις εκατοστά. αλλά η πτώση από την λάθος επιλογή χιλιόμετρα. Θα χρειαστεί - δεν μπορείς να το αποφύγεις άλλο - να περιχαρακώσεις τον δικό σου κύκλο, να τον κατονομάσεις και το πιο δύσκολο να είσαι περήφανος γι' αυτόν.

Θα γράψεις δηλαδή ούτε λίγο , ούτε πολύ το δικό σου άξιον εστί.   

Οι ευκολίες των καιρών περάσανε. Αν αφήσεις ή αφεθείς θα εισπράξεις στο ακέραιο κάθε αργύριο. Να ορίστε κι όλας το πρώτο:

 

 

"Ήρθαν
ντυμένοι «φίλοι»

        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
το παμπάλαιο χώμα πατώντας.

        Και το χώμα δεν έδεσε ποτέ με τη φτέρνα τους.
Έφεραν

        τον Σοφό, τον Οικιστή και τον Γεωμέτρη
Βίβλους γραμμάτων και αριθμών

        την πάσα Υποταγή και Δύναμη
το παμπάλαιο φως εξουσιάζοντας.

        Και το φως δεν έδεσε ποτέ με τη σκέπη τους.
Ούτε μέλισσα καν δε γελάστηκε το χρυσό ν' αρχινίσει παιχνίδι·

        ούτε ζέφυρος καν, τις λευκές να φουσκώσει ποδιές.
Έστησαν και θεμέλιωσαν

        στις κορφές, στις κοιλάδες, στα πόρτα
πύργους κραταιούς κι επαύλεις

        ξύλα και άλλα πλεούμενα
τους Νόμους, τους θεσπίζοντας τα καλά και συμφέροντα

        στο παμπάλαιο μέτρο εφαρμόζοντας.
Και το μέτρο δεν έδεσε ποτέ με τη σκέψη τους.

        Ούτε καν ένα χνάρι θεού στην ψυχή τους σημάδι δεν άφησε·
ούτε καν ένα βλέμμα ξωθιάς τη μιλιά τους δεν είπε να πάρει.

        Έφτασαν
ντυμένοι «φίλοι»

        αμέτρητες φορές οι εχθροί μου
τα παμπάλαια δώρα προσφέροντας.

        Και τα δώρα τους άλλα δεν ήτανε
παρά μόνο σίδερο και φωτιά.

        Στ' ανοιχτά που καρτέραγαν δάχτυλα
μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά.

        Μόνον όπλα και σίδερο και φωτιά."

 

"Από το άξιον εστί"

Σκέψου να μην είσαι ο αποστολέας, αλλά ο παραλήπτης. 

Καθώς ο αέρας παγώνει με τις απειλούμενες καταστροφές δυσβάσταχτες, αποτραβιέσαι, συστρέφεσαι και ψάχνεις τα εξ' ων συνετέθης.

 

 

 

"Κοιμήθηκα όπως μόνον μπορεί να κοιμηθεί κανείς
πάνω σ' ένα κρεβάτι που το ζέσταναν οι ράχες άλλων
βάδιζα λέει σε παραλία ερημική
όπου η σελήνη αιμορραγούσε και δεν άκουγες παρά
του άνεμου τα πατήματα πάνω στα σάπια ξύλα.
Ως το γόνατο μες στα νερά πήρα να φέγγω
από μέσα μου μεράκι αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια

σιγά σιγά τα σπλάχνα μου άρχισαν
μωβ κυανά πορτοκαλιά να πέφτουν
με στοργή σκύβοντας τα 'πλενα ένα ένα
προσεχτικά προπάντων στα σημεία που έβλεπα
να 'χουν αφήσει ουλές οι δαγκωνιές του Αόρατου."

 

"Από την Μαρία Νεφέλη"

 

(Με αφορμή την "περίεργη" στάση της Ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στον επερχόμενο πόλεμο)

Ανακαλύπτεις έντρομος ότι δεν είναι η πρώτη φορά

 

"Σκηνή πρώτη: Δικαστήριο υπαίθριο στην αρχαία πόλη των Αθηνών.
Φτάνουν οι κατηγορούμενοι και προχωρούν ανάμεσα σε βλαστήμιες
και κραυγές: Θάνατος! Θάνατος!

 

Σκηνή δεύτερη: Φυλακή στην ίδια πόλη, κάτω από την Ακρόπολη.
Τοίχοι μισοφαγωμένοι από την υγρασία. Χάμου ένα φτενό, αχυρένιο

στρώμα και στη γωνιά ένα σταμνί με νερό. Στον εξωτερικό τοίχο μια
σκιά: ο φύλακας.

Σκηνή τρίτη: Κωνσταντινούπολη. Στον γυναικωνίτη του Ιερού Πα-
λατιού, κάτω από το φως των κεριών, η Βασίλισσα πετάει ένα πουγκί
με χρυσά νομίσματα στον Αρχιευνούχο, που υποκλίνεται και την
κοιτάζει με νόημα. Στο άνοιγμα της πόρτας, οι άνθρωποί του· πανέ-
τοιμοι.

Σκηνή τέταρτη: Αρχονταρίκι μεγάλης Μονής. Μακρόστενο τραπέ-
ζι και στην κορυφή του ο Ηγούμενος. Ιδρωμένοι μπαινοβγαίνουνε
οι καλόγεροι φέρνοντας τα μαντάτα: ένα πλήθος έχει ξεχυθεί στους
δρόμους, βάζει φωτιές, καταστρέφει τα πάντα.

Σκηνή πέμπτη: Ναύπλιο. Έλληνες και Βαυαροί αξιωματικοί στο Υ-
πασπιστήριο του Βασιλέα συνομιλούν χαμηλόφωνα. Ένας αγγελιο-
φόρος παίρνει το μήνυμα και φεύγει κατά τα σκαλιά που οδηγούνε
ψηλά στο Παλαμήδι.

Σκηνή έκτη: Μπρος από 'να παλιό και άδειο οικόπεδο, στη σύγχρο-
νη Αθήνα, ένα πλήθος ανάκατο με παπάδες και δεσποτάδες συνωστί-
ζεται για να ρίξει μια πέτρα, «τον λίθον του αναθέματος».

Σκηνή εβδόμη: Κτίσματα χαμηλά του ΕΑΤ/ΕΣΑ. Στο προαύλιο, μεθυ-
σμένοι οπλίτες. Αγριοφωνάρες κι αισχρές χειρονομίες. Ο αξιωμα-
τικός που βγαίνει από κάποιο κελί κάτι λέει στον στρατιωτικό ιατρό.
Πίσω τους ακούγονται γδούποι και οιμωγές."

"Από τον μικρό ναυτίλο"

 Ω Θεοί όλου του κόσμου , αυτός ο πόλεμος ξεκίνησε  

Κι όταν, ο ένας του άλλου τρώγοντας τα σπλάχνα, λιγοστέψει ο άνθρωπος, κι από τη μια στην άλλη

Γενεά, κυλώντας το Κακό, αποθηριωθεί μες στο παντερειπωτικό ουράνιο

Τα λευκά της μοναξιάς μου μόρια, 

πάνω από τη σκουριά του χαλασμένου κόσμου στροβιλίζοντας, 

θα παν να δικαιώσουν τη μικρή μου σύνεση