Η ΠΑΡΟΥΣΙΑ
Μ.Ν. Περπατώ
μες στ'αγκάθια
μες στα
σκοτεινά
σ'αύτά πού 'ναι
να γίνουν και
στ'αλλοτινά
κι έχω για μόνο
μου όπλο μόνη
μου άμυνα
τα νύχια μου τα
μώβ σαν τα
κυκλάμινα.
Α. Παντού την
είδα. Να
κρατάει ένα
ποτήρι και να
κοιτάζει στο
κενό. Ν'ακούει
δίσκους
ξαπλωμένη
χάμου. Να
περπατάει στο
δρόμο με φαρδιά
παντελόνια και
μια παλιά
γκαμπαρντίνα.
Μπρος από τις
βιτρίνες των
παιδιών. Πιο
θλιμμένη τότε.
Και
στις
δισκοθήκες, πιο
νευρική, να
τρώει τα νύχια
της. Καπνίζει
αμέτρητα
τσιγάρα. Είναι
χλωμή κι ωραία.
Μ'άν της μιλάς
ούτε πού ακούει
καθόλου. Σάν να
γίνεται κάτι
άλλου — πού
μόνο αυτή τ'ακούει,
και τρομάζει.
Κρατάει το χέρι
σου σφι-
χτά, δακρύζει,
αλλά δεν είναι έκεΤ.
Δεν
την έπιασα ποτέ
και
δεν της πήρα
τίποτα.
Μ.Ν. Τίποτα
δεν κατάλαβε. "Ολη
την ώρα μου 'λεγε
«θυμάσαι;» Τί
να θυμηθώ.
Μονάχα τα
όνειρα θυμάμαι
γιατί τα βλέπω
νύχτα.
"Ομως τη μέρα
αισθάνομαι
άσχημα — πώς να
το πω: απροε-
τοίμαστη.
Βρέθηκα μέσα
στη ζωή τόσο
άξαφνα — κει
πού δεν
το περίμενα
καθόλου. "Ελεγα
«μπα θα
συνηθίσω». Κι
δλα γύ-
ρω μου έτρεχαν.
Πράγματα κι
άνθρωποι
έτρεχαν,
έτρεχαν —
ώσπου
βάλθηκα κι εγώ
να τρέχω σαν
τρελή. Άλλα,
φαίνεται, το
παράκανα.
Επειδή —δεν
ξέρω— κάτι
παράξενο έγινε
στο τέ-
λος. Πρώτα
έβλεπα τον
νεκρό κι υστέρα
γινόταν ό φόνος.
Πρώτα ερχόταν
το αίμα κι
υστέρα ό χτύπος
κι ή κραυγή. Και
τώρα όταν ακούω
να βρέχει δεν
ξέρω τίμέ
περιμένει...
Α. «Γιατί δε
θάβουν τους
ανθρώπους
όρθιους σαν
μητροπολιτά-
δες;» —έτσι μου 'λεγε.
Και μια φορά,
θυμάμαι,
καλοκαίρι στο
νησί, πού
γυρίζαμε όλοι
από ξενύχτι,
ξημερώματα,
πηδήσαμε
άπ'τά κάγκελα
στον κήπο του
Μουσείου.
Χόρευε πάνω
στις
πέτρες και δεν
έβλεπε τίποτα.
Μ.Ν. "Εβλεπα τα μάτια του. "Εβλεπα κάτι παλιούς ελαιώνες.
Α. "Εβλεπα μιαν
επιτύμβια
στήλη. Μια κόρη
ανάγλυφη πάνω
στην
πέτρα."Εμοιαζε
λυπημένη και
κρατούσε στη
χούφτα της ένα
μικρό πουλί.
Μ.Ν. Έμενα
κοίταζε, το
ξέρω, εμένα
κοίταζε.
Κοιτάζαμε κι οι
δυο την
ιδία πέτρα.
Κοιταζόμασταν
μεσ' απ'την
πέτρα.
Α.ΤΗταν
ήρεμη και
κρατούσε στη
χούφτα της ένα
μικρό πουλί.
Μ.Ν."//τανε καθιστή.
Κι ήτανε
πεθαμένη.
Α. "Ητανε
καθιστή και
κρατούσε στη
χούφτα της ένα
μικρό πουλί.
Δε θα κρατήσεις
ποτέ σου ένα
πουλί εσύ — δεν
είσαι αξία!
Μ.Ν."Ω, αν μ' αφήνανε, αν μ"αφήνανε.
Α. Ποιος να σ'αφήσει;
Μ.Ν. Αυτός
πού δεν αφήνει
τίποτα.
Α. Αυτός, αυτός πού δεν αφήνει τίποτα
κόβεται άπ'τή σκιά του κι άλλου περπατά.
Μ.Ν. Είναι
τα λόγια τον
άσπρα κι είναι
ανείπωτα
κι είναι τα
μάτια του βαθιά
κι άνύπνωτα...
Α. Μα'χε πάρει
δλο το πάνω
μέρος άπ'τήν
πέτρα. Και μαζί
μ' αυτήν και τ'όνομα
της.
Μ.Ν. ΑΡΙΜΝΑ...
σαν να τα βλέπω
ακόμη
χαραγμένα τα
γράμματα μέ-
σα στο φως...
αριμνα εφηελ...
Α."Ελειπε. "Ολο
το πάνω μέρος
έλειπε.
Γράμματα δεν
υπήρχανε
καθόλου.
Μ.Ν. αριμνα
ΕΦΗΕΛ... έκεϊ,
πάνω σ'αύτό το
ΕΛ, ή πέτρα είχε
κοπεί
και σπάσει. Το
θυμάμαι καλά.
Α. Στ'δ
όνειρο της φαίνεται θα το 'χε δει κι αυτό για να το θυμάται.
Μ.Ν. Στ'όνειρο
μου, ναι. Σ'έ'ναν
ύπνο μεγάλο που
θα 'ρθει κάποτε
όλο φως και
ζέστη και μικρά
πέτρινα σκαλιά.,
θα. περνάνε στο
δρόμο
αγκαλιασμένα
τα παιδιά όπως
σε κάτι παλιές
ταινίες ιτα-
λιάνικες.
Από παντού θ'άκοΰς
τραγούδια και
θα βλέπεις
πελώριες γυναί-
κες σε μικρά
μπαλκόνια να
ποτίζουν τα
λουλούδια τους.
Α."Ενα μεγάλο
θαλασσί
μπαλόνι θα μας
πάρει τότε ψηλά,
μια δω,
μια κει, θα μας
χτυπά ό αέρας.
Πρώτα θα
ξεχωρίσουν οί
αση-
μένιοι τρούλοι,
κατόπιν τα
καμπαναριά. Θα
φάνουν οί
δρόμοι
πιο στενοί, πιο
ίσιοι άπ'δ,τι
φανταζόμασταν.
Οί ταράτσες με
τις κάτασπρες
αντένες για την
τηλεόραση. Και
οί λόφοι ένα
γύρο κι οί
χαρταετοί —
ξυστά θα
περνάμε από
δίπλα τους.
"Ωσπου κάποια
στιγμή θα δούμε
δλη τη θάλασσα.
Οί ψυχές
επάνω της θ'
αφήνουν
μικρούς
λευκούς ατμούς.
Μ.Ν."Εχω
σηκώσει χέρι
καταπάνου στα
βουνά τάμαΰρα
και τα δαι-
μονικά του
κόσμον τούτον.
"Εχω πει στην
αγάπη «γιατί»
και την
έχω κυλήσει στο
πάτωμα. "Εγιναν
οί πόλεμοι και
ξανάγιναν και
δεν έμεινε ούτ'έ'να
κουρέλι να το
κρύψουμε βαθιά
στα πράγ-
ματα μας και να
το
λησμονήσουμε.
Ποιος ακούει;
Ποιος άκου-
σε; Δικαστές,
παπάδες,
χωροφύλακες,
ποια είναι ή
χώρα σας;
"Ενα κορμί μου
μένει και το
δίνω. Σ'αύτό
καλλιεργούνε,
όσοι
ξέρουν, τα Ιερά,
όπως οί
κηπουροί στην
Όλλανδία τις
τουλί-
πες. Και σ'αύτό
πνίγονται όσοι
δεν έμαθαν ποτέ
από θάλασσα
κι από κολύμπι...
Ροές της
θάλασσας κι
εσείς των
άστρων
μακρινές
επιρροές —
παρασταθείτε
μου!
Α."Εχω σηκώσει
χέρι καταπάνου
στα
δαιμονικά του
κόσμου τ'άνεξόρκιστα
κι από το μέρος
το άρρωστο
γυρίστηκα
στον ήλιο και
στο φως
αυτοεξορίστηκα!
Μ.Ν. Κι
άπ'τίς
φουρτούνες τις
πολλές
γυρίστηκα
μες στους
ανθρώπους
αυτοεξορίστηκα!
Α' Ή Μαρία Νεφέλη λέει: ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ Ροκ της θάλασσας κι εσείς των άστρων μακρινές επιρροές — παρασταθείτε μου! Άπ'τά νερά της νύχτας τ'ουρανού κοιτάξετε πώς ανεβαίνω άμφίκυρτη σαν τη νέα Σελήνη και σταλάζοντας αίματα.
Ποιητή τζιτζίκι μου εγκαταλειμμένο μεσημέρι δεν έχει πια κανείς· σβήσε την Αττική κι έλα κοντάμον. Θα σε πάω στο δάσος των ανθρώπων και θα σου χορέψω γυμνή με ταμ ταμ κάί προσωπίδες και θα σου δοθώ μέσα σε βρυχηθμους και ουρλιάσματα. θα σου δείξω τον άνθρωπο Βαοοαο και τον Άνθρωπο ΡΗαξηα ^α^ηα^ηεηύ τη γερόντισσα αιηηιιιΙίιι$ και το σόι της δλο το σαρακοφαγωμένο άπ'τά παράσιτα· θα σου δείξω τον άντρα ΒαηιίιαοαΓαο τη γυναίκα του Ιύοα-ΐοοη και τα παραμορφωμένα τέκνα τους τα μανιταρόσκυλα τον €ίη§ιια Βαη§α και την Ιξΐιαηα Μη φοβάσαι με το χέρι μπροστά καθώς φανός θυέλλης θα σε οδηγήσω και θα σου χιμήξω · τα νύχια μου θα μπουν στις σάρκες σου
|
Και ό Άντιφωνητής: ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ
Ό,τι να δεις —
καλώς το
βλέπεις Ποίηση ω Αγία μου — συγχώρεσε με άλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός να περάσω από την άλλη ν όχθη· οτιδήποτε Οά 'ναι προτιμότερο παρά ή αργή δολοφονία μου από το παρελθόν. Κι αν απάνω μου μείνει άνεξάλειπτη κάθε λαίλαπα σαν έγκαυστική θα ρθεΐ το πλήρωμα των ήμερων βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου.
Εξόν κι αν μήτε αυτός υπάρχει αν στα βάθη μέσα των ωκεανών βυθίζοντας οί μέρες οί ξανθές πήραν μαζί τους μια για πάντα το είδωλο το Φωτόδεντρο με τους χίλιους εκτυφλωτικούς των πουλιών σχιστές και τους Μήνες ολόγυρα στις μύτες των ποδιών συλλέγοντας μες στην ποδιά τους κρόκους μικρούς γυρίνους των αιθέρων. Είναι πού οί άνθρωποι δεν το θελήσανε είδαλλιώς...
|
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
η αλήθεια. —έτσι δε λένε;— είναι οδυνηρή κι έχει ανάγκη, να ξέρεις, άπ'τό αίμα σο» έχει ανάγκη άπ' τις λαβωματιές σον· απ' αυτές και μόνον θα περάσει —εάν περάσει καπότες η ζωή πού μάταια έψαχνες με το σφύριγμα, του άνεμου κο.ι τα ξωτικά και τίς κόρες με τους ήλιους επάνω στα ποδήλατα...
Μπρος! Ά νοίξου! Φύγε! Δίχως ρόπαλο και δίχως σπήλαιο μες στους εξαγριωμένους βροντόσαυρους κοίταξε να βολευτείς μονάχος σου να εφεύρεις μια γλώσσα ϊσως τσιρίζοντας: ϊι 111.
Τότε πού θ'
ακούσεις πάλι
πάλι να σου
τραγουδώ Ό Νόμος πού είμαι δεν θα με υποτάξει.
|
Και ό Άντιφωνητής:
Μες στο κενό
θησαύριζα και
τώρα πάλι
Ώ αντίο
Παράδεισοι και
αζήτητες
δωρεές
Ήρθε ή στιγμή.
Μαρία Νεφέλη Ύβρις-Αστήρ
"Υβρις-Άστήρ Τέτοιαν εύστοχη δείξε αδεξιότητα και να: ό Θεός!
|
Ή Μαρία Νεφέλη λέει: Η ΝΕΦΕΛΗ Μέρα τη μέρα ζω — που ξέρεις αύριο τί ξημερώνει. Το 'να μου χέρι τσαλακώνει τα λεφτά και τ' άλλο μου τα ισιώνει
Βλέπεις
χρειάζονται
όπλα νάμιλάν
στα χρόνια μας
τα χαώδη
Τί με κοιτάς έσϋ γραφιά πού δεν έντύθηκες ποτέ στρατιώτης ή τέχνη του να βγάζεις χρήματα είναι κι αύτη μία πολεμική ιδιότης
Δεν πά'νά
ξενυχτάς—
να γράφεις
χιλιάδες
πικρούς
στίχους
Οι άλλοι πάντα θα σε βλέπουν σαν έναν διανοούμενο και μόνο εγώ πού σ' αγαπώ: στα όνειρα μου μέσα έναν κρατούμενο.
"Ετσι πού αν στ' αλήθεια ό ερωτάς είναι καταπώς λεν «κοινός διαιρέτης»
ό Νεφεληγερέτης.
Χαράξου κάπου
με
οποιονδήποτε
τρόπο και μετά
πάλι
|
Και ό Άντιφωνητής: Ο ΝΕΦΕΛΗΓΕΡΕΤΗΣ "Α τί ωραία να 'σαι νεφεληγερέτης να γράφεις σαν τον "Ομηρο εποποιίες στα παλιά παπούτσια σου να μη σε νοιάζει αν αρέσεις ή δχι τίποτε
Απερίσπαστος νέμεσαι την αντιδημοτικότητα έ'τσν με γενναιοδωρία· σαν να διαθέτεις νομισματοκοπείο και να το κλείνεις ν' απολύεις δλο το προσωπικό να κρατάς μια φτώχεια που δεν την έχει άλλος κανείς εντελώς δική σου. Την ώρα πού μες στα γραφεία τους απεγνωσμένα κρεμασμένοι άπ' τα τηλεφωνά τους παλεύουν για 'να τίποτα οι χοντράνθρωποι ανεβαίνεις εσύ μέσα στον "Ερωτα καταμουντζουρωμένος άλλ' ευκίνητος σαν καπνοδοχοκαθαριστής κατεβαίνεις άπ'τον Έρωτα έτοιμος να ιδρύσεις μια δική σου λευκή παραλία χωρίς λεφτά γδύνεσαι δπως γδύνονται δσοΥ νογοϋν τ' αστέρια και μ' οργιές μεγάλες ανοίγεσαι να κλάψεις ελεύθερα... Είναι διγαμία ν'αγαπάς και να ονειρεύεσαι.
|
Ή Μαρία Νεφέλη λέει: ΠΑΤΜΟΣ
Είναι
πριν τον
γνωρίσεις που
αλλοιώνει ό
θάνατος·
Κρίμας κρίμας
κόσμε Εκεί εκείνα πάω σ'ένα νησί πετραδερό που ό ήλιος το λοξοπατάει σαν κάβουρας κι όλος τρεμάμενος δ πόντος ακούει κι αποκρίνεται.
Πάνοπλη με
δεκάξι
αποσκευές με
χΐεερίηξ ύα§5
και χάρτες Κιόλας ή ώρα
εννιά στο μόλο
της Μυκόνου
|
Και ό Άντιφωνητής: Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ Στενός ό δρόμος — τον πλατύ δε γνώρισα ποτέ άνίσως κι ήταν μια φορά μονάχα τότες πού σε φιλοϋσα κι άκουα θάλασσα...
Κι είναι από τότες λέω — είναι ή ίδια ή θάλασσα φτάνοντας μες στον ύπνο μου πού 'φαγε τη σκληρή την πέτρα κι άνοιξε τ'αχανή διαστήματα. Λόγια πού έμαθα σαν περάσματα ψαριών πράσινα με γαλάζια κιμωλία χαρακωμένα παραμιλητά πού ξυπνητός ξεμάθαινα και πάλι κολυμπώντας ένιωθα κι ερμήνευα Ιωάννης των ερώτων μπρούμυτα στις κουβέρτες κρεβατιού επαρχιακού ξενοδοχείου με το γλόμπο γυμνό στην άκρη από το σύρμα και τη μαύρη κατσαρίδα σταματημένη πάνω άπ'τό νιπτήρα. Προς τι προς τί να 'σαι άνθρωπος ό βαθμός της πολυτέλειας μες στο ζωικό βασίλειο τί μπορεί να σημαίνει εξόν κι αν έχεις ώτα άκούειν μη φόβου α μέλλεις πάσχειν.
Εγώ δεν
έφοβήθηκα
"Αν έχεις ώτα
άκούειν. Εγώ
άκουσα
|
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
ενώ τεντώνεται
από τ άστρα ο
λώρος
να κοπεί και
χάνεσαι...
Κοιμήθηκα
όπως μόνον
μπορεί να
κοιμηθεί
κανείς
πάνω σ' ένα
κρεβάτι που το
ζέσταναν
οίράχες άλλων
βάδιζα λέει σε
παραλία
ερημική
οπού ή σελήνη
αιμορραγούσε
και δεν άκουγες
παρά
του άνεμου τα
πατήματα πάνω
στα σάπια ξύλα.
"Ως το γόνατο
μες στα νερά
πήρα να φέγγω
από μέσα μου
μεράκι
αλλόκοτο
άνοιξα τα πόδια
σιγά σιγά τα
σπλάχνα μου
άρχισαν
μώβ κυανά
πορτοκαλιά να
πέφτουν
με στοργή
σκύβοντας τα 'πλενα
ένα ένα
προσεχτικά
προπάντων στα
σημεία που
έβλεπα
να 'χουν αφήσει
ούλες οί
δαγκωνιές του
Αόρατου.
"Ωσπου τα
μάζεψα δλα στην
ποδιά μου
δίχως να.
βηματίσω
προχωρούσα
φυσούσε ή
μουσική και μ "έσπρωχνε
κομμάτια
θάλασσες εδώ -
κομμάτια
θάλασσες πιο
πέρα.
Θέμου που πάει
κανείς όταν δεν
έχειμοίρο.
που πάει κανείς
όταν δεν έχει
αστέρι
άδειος δ
ουρανός άδειο
το σώμα
και μόνο ή
πίκρα
στρογγυλή
γεμάτη
μες στη σελήνη
τη μισή
σαλεύοντας τ'αγκάθια
της
ένας ακόμη πού
δε γίνεται ποτέ
να πιάσεις
θηλυκός αχινός.
Επάνω κει
ξύπνησα μες στο
ξένο σπίτι ·
πασπατεύοντας
μέσα στα
σκοτεινά το
χέρι μου
πάνω στο
ψαλιδάκι των
νυχιών έβρισκε
την αιχμή.
Λύση της
συνεχείας του
δέρματος
Και ό Άντιφωνητής:
και στρέφοντας μέσα στο φως άξαφνα είδα
τέσσερα μελαψά στην δψη αγόρια
οπού φυσούσαν κι έσπρωχναν έσπρωχναν κι έφερναν
κομμάτι γης φτενό ζωσμένο στην ξερολιθιά
δλο δλο εφτά ελαιόδεντρα
κι άνάμεσό τους γέροντας έμοιαζε βοσκός
το πόδι του ξυπόλυτο πάνω στην πέτρα.
«Εγώ είμαι» μου είπε «μη φοβάσαι
κείνα πού 'ναι γραφτό να πάθεις.»
Και το χέρι το δεξί τεντώνοντας
μου 'δειξε μες στην άπαλάμη του τα εφτά βαθιά χαράκια:
«Τούτες είναι οί θλίψες οί μεγάλες
και αυτές θα γραφτούν στο πρόσωπο σου
όμως εγώ θα σου τις σβήσω με το ίδιο ετούτο χέρι
πού τις έφερε».
Και μεμιάς
πίσω άπ' το χέρι
του είδα —
φάνηκε
συρφετός
πολλών
άλαλιασμένων
από τρόμο
ανθρώπων
οπού φώναζαν κι
έτρεχαν
έτρεχαν κι
έσκουζαν
«Ιδού έρχεται ό
Άβαδδών ιδού
έρχεται ό
Άπολλύων».
"Ενιωσα ταραχή
μεγάλη, και
δργητα
με κυρίεψε. Άλλ'ό
ίδιος συνέχισε:
«Κείνος πού
αδίκησε ας
αδικήσει ακόμη.
Κι ό βρομιάρης
ας βρομίσει
περισσότερο. Κι
ό δίκαιος
πιο δίκαιος ας
είναι». Κι
επειδή
αναστέναξα
με γαλήνη
απέραντη
άπλωσε το χέρι
αργά πάνω στο
πρόσωπο μου
κι ήταν γλυκύ
σαν μέλι αλλά
πικράθηκαν τα
σωθικά μου.
«Δει σε πάλιν
προφητεϋσαι
επί λαοϊς και
έθνεσι
και γλώσσαις
και βασιλεΰσι
πολλοίς»
είπε- και
βγάζοντας
λευκές φωτιές
έσμιξε με τον
ήλιο.
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
ή αιχμή λύση
της συνεχείας
του κόσμο».
Εδώθε δ χαμός -
έκεϊθε ή
σωτηρία.
Εδώθε το ιηετ^τοΛγοηιε
το ΐεηχορίαχί
έκεϊθε το θηρίο
λυμαίνοντας
τις ερημιές
ουρλιάζοντας
δαγκώνοντας
σουρνονταςμέσα
στους καπνούς
τον ήλίο.
"Οταν άκοϋς αέρα
είναι ή Γαλήνη πού βρικολάκιασε.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΚΑΛΛΟΥΣ
Φοβηθείτε
αν θέλετε να σας ξυπνηθέϊτό ένστικτο του Ωραίου·
ή αν όχι τότε
μια πού ζοϋμε
στον αιώνα της
φωτογραφίας
άκινητήσετέτο:
αντό πού δίπλα
μας
ολοένα μ'
απίθανες
χειρονομίες
δρα:
το Ά σύλληπτο!
ά δύο χέρια ώραϊα γυναίκας (ή και άντρας) πού να 'χουν εξοικειωθεί
με τ'αγριοπερίστερα
β' ένα σύρμα πού
οί αναμνήσεις
του όλες να 'ναι
από ρεύμα
ηλεκτρικό
και ανύποπτα πουλιά
γ' μία κραυγή
πού να μπορεί
να ΘεωρηθεΊδτι
έχει αιώνια
επικαιρότητα
δ' το παράλογο
φαινόμενο της
ανοιχτής
θαλάσσης.
θα 'χετε καταλάβει βέβαια τί εννοώ.
Κα'ι ό Άντιφωνητής:
Τέτοιο το
πρώτο μου
όνειρο πού
ακόμη
νάν το χωρίσω
άπ' τ'ις φωνές
της θάλασσας
και να το σώσω
καθαρό δε
γίνεται.
Δε γίνεται μέσα
στα λόγια τ'όνειρο.
Το ψέμα μου
είναι τόσο
αληθινό
πού ακόμη καιν
τα χείλη μου.
"Α ν δεν
στηρίξεις το
ένα σου πόδι
έξω άπ'τη Γη
ποτέ σου
δεν θα
μπορέσεις να
σταθείς επάνω
της.
ΗΝΕΡΟΣΤΑΓΟΝΑ
Καίνε τα χείλη
μου και ή λύπη
λάμπει
σταγόνα
καθαρού νερού
πάνω άπ'τα
βάραθρα
τα σκοτεινά
γεμάτα χόρτα·
μόνο ή ψυχή
αναμμένη σαν
παλιά εκκλησία
δείχνει δτι θα πεθάνουμε άνοιξη.
Ντίγκ-ντίγκ το
χαμομήλι: κοι|ράστηκα
να ελπίζω
ντίγκ-ντίγκ το
μολοχάνθι:
βαρέθηκα ν'ανησυχώ
ντίγκ-ντίγκ:
τέτοιος
ανέκαθεν
ό άνθρωπος
και να μην το γνωρίζω!
Εκείνα τα
πατήματα στα
ξερά φύλλα
μουκανώντας το
βόιδι του
Καιρού
ή πελασγική
τοιχοποιία σ'
δλο το μάκρος
της ζωής μου
πλάι πλάι να
την περπατώ
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
Είμαστε το αρνητικό του ονείρου
γι'αύτό φαινόμαστε μαύροι και άσπροι
και ζονμε τη φθορά
πάνω σε μιαν ελάχιστη πραγματικότητα,'Όμως
Όα$ Κβίηβ Κυρίες και Κύριοι
Ιίαππ 5κίι η\ΑΥ άατζίεΐΐεη ίηι ΙΙηΓβίηεη
ιιηά νεηιιείι,αΐ Οιι άα$ Εάΐε τμ §εΙ}βη
οΐιηε Οεηιείηβί
ίο \νίτά 65 αΐ5 άα$ ΑΙΙεηιηηαΐΗΓίκΗαΙε
λέει Αυτός πού εδέησε να διαβεί
τα Επάνω Μονοπάτια.
Και κάτι πρέπει να ήξερε.
Θέμου τίμπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!
ΤΗΚΟυΟΗ ΤΗΕ ΜΙΚΚΟΚ
Ψαρεύοντας έρχεται ή θάλασσα
κι είναι στη μυρωδιά της μέσα πού το ψάρι αστράφτει
μάταια μην ψάχνεις
Κάπου ανάμεσα
Τρίτη και
Τετάρτη
πρέπει να
παράπεσε ή
αληθινή σου
μέρα.
Γ Υπερούσιος
πάς ενώ πάνω
από το κεφάλι
σου
απλώνεται δ
βυθός με τα
χρωματιστά του
βότσαλα σαν
άστρα.
"Ωμουσική ώ Κυριακή συννεφιασμένη
Και ό Άντιφωνητής:
έωσότου ή μαύρη θάλασσα φανεί
κι επάνω της ανάψουν σαν βεγγαλικά τα τρία μου άστρα!
"Ολα μία
σταγόνα
ομορφιάς
τρεμάμενη στα
τσίνορα·
μία λύπη
διάφανη σαν "Αθως
κρεμάμενος από
τον ουρανό
με απέραντη
ορατότητα
οπού τα πάντα
γίνονται
ξεγίνονται
γονατίζει ό
Χάρος και
ξανασηκώνεται
πιο δυνατός
και πάλι πέφτει
ανίσχυρος
βυθίζεται στα
βάραθρα.
Μόνη της ή σταγόνα σθεναρή πάνω απ'τα βάραθρα.
Στό χωριό της γλώσσας μου τη Λύπη τηνε λένε Λάμπουσα.
Η ΑΙΓΗΙΣ
Δεν ξέρω ποϋ' δεν είναι στ'όνειρο
δεν είναι σε καιρούς παλιούς Ί'σως ούτε στη γης αυτή
αλλά κα'ι αν είναι
τρεις κλίμακες πιο πάνω
άπ' δσα γίνεται
να σοφιστεί το
μαϋρο δάχτυλο
του ανθρώπου
ή χώρα οπού
κανένας πλέον
δεν κατοικεί
εξακολουθεί να
υπάρχει.
Εν αγνοία μας έκεϊ
το Δίκαιο
διατυπωμένο στη γλώσσα των πουλιών
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
σε μια
συνοικία
μακρινή με
σπίτια δίπατα
κλειστά
κάτω από την
επιφάνεια του
νεροϋ οπού
γέρνω
σαν σε καθρέφτη
και κοιτάζομαι
ώρες πολλές πώς
να περάσω μέσα
να περάσω από
την άλλην όψη
των πραγμάτων
με το έλικτικό
μαλλίμοί)
ξετυλίγοντας
κύκλους
διαδοχικά
να κατεβώ και
τους εφτά
ουρανούς
έωσότου
ή αντανάκλαση
των αγγέλων μ' αρπάξει
δ Γιάννης ή "Αννα δ Νίκος με πελώριες
φτερούγες όπως του Θεοτοκόπουλου
μετεωρισμένοι αρχίσουν σιγανά
μια. ψα.λμωδία και ανθίζουν πάλι τα. παράθυρα
επικοινωνήσουν οι ανθοπώλες με τεράστιες ανεμώνες
περασμένες στ'αυτιά τους σαν ακουστικά·
σήματα-λέξεις μυστηριώδεις
«Άστεροβαδών» «Ίδιολάθης» «Μίκυον» —οπού σημαίνει
έχει συντελεσθεί το θέλημα σας, κι ή φωνή της γης
επαληθεύεται ήδη στα λουλούδια."Οπου να 'ναι θα φανεί
στον πλήρη κόσμο τον δλόιδιον της άντιύλης
όπως μας λένε οί επιστήμονες—και πού είναι το αίσθημα
γινόμενο απτό
μια συναυλία πού εδέησε να μεταβληθεί σε κήπο.
Κι εγώ πού 'μουν
πλασμένη για να
κυνηγάω το
θαϋμα
σ' ένα ύψωμα
επιβλητικό σαν
το Έσκοριάλ
τώρα ν "ανακαλύπτω
τι;
το μαρτύριο του αγίου Μαυρικίου
Και ό Άντιφωνητής:
αναπαράγεται ολοένα ξεχειλίζοντας από τα τείχη
σπιθοβολώντας από μια σ'αλλη συνείδηση
κενή από σώμα καθώς κύμα
ερτζιανό μη βρίσκοντας κεραία να το δεχτεί αλλά όμως
μεταφέροντας το μήνυμα το θείο
την άμβροσίοδμη μουσική
και αυτή συντελεσμένη
σ'όλους των
ήχων τους
συνδυασμούς
από τα κρεμαστά
νερά
πέφτοντας έως
τα ξημερώματα «δυνάμει»
όπως θα λέγαμε
υπάρχουν εκεί
από ΐασπι και
ορείχαλκο
μπλε
κοβαλτίου
τερακότα και
ώχρα τα έργα
τέχνης δλα
πού θα μπορούσε
ό άνθρωπος με
μόχθο
αφάνταστο ν'αποσπάσει
από το Πλήρες
και "Αφθαρτο
άλλ'
αδύνατον.
Τάχα να μην
είχα κάποτε κι εγώ ανεβεί
κείνα τα
σκαλοπάτια του
ατελεύτητου
καλοκαιριού
μιαν αψηλή βοι&νίσια
θάλασσα
να μην είχα για
χάρη του
Βασιλέα
Εύήνορα
φορέσει το
μανδύα τον
κυανό
να δικάσω τους
άλλους και άπ'
αυτούς να
δικαστώ
την κάθετη ώρα
του
μεσονυκτίου...
Ζούνε ακόμη ζούνε μέσα μου
μια για πάντα ιδωμένοι
από ψηλά οί αγροί χαρακωμένοι ευθείς σαν πίνακες του Μοηάπαη
οί περίβολοι
της εκκλησίας
με τα κορίτσια
ολόγυμνα
κρατώντας
μύρτα
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
δ όποιος ξανάζησε στις μέρες μας υπό άλλο ένδυμα
πάλι και πάλι χιλιάδες φορές.
Οί εξέχοντες επίσημοι με τα χρυσά στους ώμους
και τα μαΰρα τους όργανα
σε δυσώδη καγκελοφραγμένα υπόγεια πάλι και πάλι.
Ό συγγραφέας που κρύβει τα χειρόγραφα του —που;—από ποιόν;—
ποιος είναι αυτός—ποια είναι αύτη πού τη λέμε ανώτερη
δύναμη ελέω Θεοϋ ή ελέω τεθωρακισμένων
"Ω
μουσική
ώ Κυριακή
συννεφιασμένη
στον μέσα κόσμο
του καθρέφτη
έκεϊ πού
βηματίζω
ψάχνοντας την
αληθινή μου
μέρα·
πού κρατώ και
ανοίγω σαν
ομπρέλα παλαιή
τη θάλασσα
πάνω από το
κεφάλι μου
λάμπει δ βυθός
με τα.
χρωματιστά του
βότσαλα σαν
άστρα.
Παιδιά κι άγγόνια της άπάρνησης
είναι όλα τους μπάσταρδα.
ΚΕΡΑΥΝΟΣ ΟΙΑΚΙΖΕΙ
Τί 'ναι αυτό πού μπερδεύεται μες στα μαλλιά μοο
σαν τη νυχτερίδα και τινάζω με τρόμο το κεφάλι μου·
άλλοτε σαν δίχτυ αόρατο ριχμένο από μακριά
με τραβάει κι αδύνατον να τον ξεφύγω·
πιάνει τη σκέψη μου δποις ακούω πώς πιάνουν οι παγίδες τα πουλιά
σταματώ να σκέφτομαι και μ' αφήνει·
τρέχω στους καθρέφτες και δε βλέπω τίποτε.
Και ό Άντιφωνητής:
και το τύμπανο
το τύμπανο
«ήλιος-νερό» «ήλιος-νερό»
καθώς οί νόμοι
της βαρύτητας
έχοντας
ατονήσει πλέον
ό νους τραβούσε
τα πουλιά κι
δλο το
δεντροκόμι τ'ούρανοϋ
ως τα ΰψη.
Αυτά.
Κα'ι τώρα μόνον
δ,τι
διασώζεται μες
στις προλήψεις
δ,τι από το
πρωτόγαιο το
άσκίαστο
ξορκίζουμε τις
νύχτες όρθιοι
κατάντικρυ
της ταραγμένης
θάλασσας
ξέμπαρκοι
ναυτικοί
που έχάσαμε το
θείο ναυάγιο
για πάντα.
Φτασμένες οι
προλήψεις σε
μια καθαρότητα
μαθηματική
θα μας
βοηθούσανε να
κατανοήσουμε
τη βαθύτερη
δομή του κόσμου.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΑΗ
Τώρα θα
τεντώσω τ'ανοιχτά
μου μπράτσα
και στα ρεύματα
μέσα πού θα
σχηματίσω
δίχως να
σιμώσεις θα
φανείς
~Ιρις Μαρία
Νεφέλη
πράσινη στα
μεγάλα
καταστήματα
των
νεοτερισμών
μενεξεδιά στα
υπόγεια
καφενεία
κόκκινη στις
κηδείες των
φτωχών
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
Άλλου
είναι ό θάνατος.
Κεραυνός
οίακίζει.
Εσείς άνθρωποι θα χαθείτε
το χτένι μες στο χέρι σας θ'ακινητήσει ένα πρωί στον αέρα
κι ό καθρέφτης θα δείξει την υποδόρια ύφη
των ιστών οπού ό χρόνος
όπως έντομο σε απελπισία παγιδεύτηκε.
Άλ/.οΰ είναι υ θάνατος.
Μη μ "αφήνετε να τρέξοι γιατί θα χαθώ.
Δ εν μου δόθηκε ή χάρη να κλάψω αλλά φοβάμαι.
Λεν έχω συγγενείς
άπ'δλημου τη
ζωή
προσπάθησα να
φτιάξω μια
πετρώδη
νεότητα.
Γέμισα τον ερωτά σταυρούς.
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ _
Και ό Άντιφωνητής:
κα'ι γαλάζια στον ύπνο των νηπίων
~Ιρις Μαρία
Νεφέλη
με το νυχτικό
στον άνεμο
ιπταμένη και
αποκοιμισμένη
σαν σε πίνακα
της Ι,εοηοΓα
Ρίηηί
χρυσαλλίδα του
ύπνου μου.
Τπι ιιη ίϊοΐΌ
οοΐΐο ο Γ&ΙΐΐΌ
άοηίΐΐο
Γίηεκρππιίβίΐϋ
ηιιΐΐα.
Είσαι ωραία
σαν φυσικό
φαινόμενο
σ' δ,τι μέσα σου
οδηγεί στο χέλι
κα'ι στον
αγριόγατο·
είσαι ή
νεροποντή μέσα
στις
πολυκατοικίες
ή θεόπεμπτη
διακοπή του
ρεύματος·
ή αστρολογία θα
προσέξει το
κρεβάτι σου
κα'ι θα
στηρίξει τα
προγνωστικά
της στην
απελπισία σου·
είσαι ωραία σαν
απελπισία
σαν τη
ζωγραφική που
απεχθάνονται
οί αστοί
κα'ι θα την
αγοράσουν
μεθαύριο με
δισεκατομμύρια
ΤΙ ρις Μαρία
Νεφέλη /
με τη γοητεία
του πισινού σου
όταν
καθίζει ξάφνου
ανύποπτα πάνω σ'
ένα ξυράφι.
Ή Λύπη ομορφαίνει
επειδή της μοιάζουμε.
Ό τρομοκράτης
είναι ό άξεστος των θαυμάτων.
Ο ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Τουλάχιστον
αν ζούσαμε από
την ανάποδη
να τα βλέπαμε
δλα ϊσια: Μπα. Ή
αναποδιά
έχει μια
μονιμότητα
πεισματική·
αποτελεί όπως
λέμε τον κανόνα.
Όπου σημαίνει
δτι αν
καταφέρνουμε
να ζοΰμε
βέβαια ζοΰμε
από τις
εξαιρέσεις.
Προσποιούμαστε
δτι δε
συμβαίνει
τίποτε
ακριβώς για να
συμβεί
επιτέλους κάτι
έξω και πάνω
από τη χλεύη.
"Ενα κεράσι την
ώρα. πού
χειμάζονται
μέσα του όλες
οι αθλιότητες
και αυτό στο
πείσμα τους
καθάριο
παντοδύναμο
άψογο λάμπει
δείχνοντας
ποια θα
μπορούσε να 'ταν
ή υπεροχή του
ανθρώπου.
Ή σταγόνα το
αίμα κάθε
Απρίλιο
δωρεάν και για
όλους.
Δυστυχείς
εμπροσθοφυλακές
και ανάστροφοι
οδηγοί των
βαρέων αρμάτων
τ'ούρανοϋ
ως και τα
σύννεφα είναι
ναρκοθετημένα
το νου σας: από
μας ή άνοιξη
εξαρτάται.
Να ξαναδώσουμε στα πόδια μας το χώμα.
Το πράσινο στο πράσινο τον άνθρωπο του Νεάντερταλ
στον άνθρωπο του Νεάντερταλ. Δεν ώφελοϋν πια
οίμυώνες
θέλει αγάπη
θηριώδη
θέλει πήδημα
τίγρισσαςμές
στις ιδέες.
Και ό Άντιφωνητής:
Η ΕΛΕΝΗ
Ή Μαρία Νεφέλη αναμφισβήτητα
είναι κορίτσι οξύ
αληθινή απειλή του μέλλοντος·
κάποτε λάμπει σαν μαχαίρι
και μια σταγόνα αίμα επάνω της
έχει την ίδια σημασία πού είχε άλλοτε
το Λάμδα της Ίλιάδας.
Ή Μαρία Νεφέλη πάει μπροστά
λυτρωμένη από την απεχθή έννοια του αιώνιου κύκλου.
Και μόνο με την
ύπαρξη της
αποτελειώνει
τους μισούς
ανθρώπους.
Ή Μαρία Νεφέλη
ζει στους
αντίποδες της
Ηθικής
είναι δλο ήθος.
"Οταν λέει «θα
κοιμηθώ μ'
αυτόν»
εννοεί δτι θα
σκοτώσει ακόμη
μια φορά την
Ιστορία.
Πρέπει να δει
κανείς τί
ενθουσιασμός
πού πιάνει τότε
τα πουλιά.
Έξαλλου με τον
τρόπο της
διαιωνίζει τη
φύση της ελιάς.
Γίνεται
ανάλογα με τη
στιγμή
πότε ασημένια
πότε βαθυκύανη.
ΓΓαύτό και οι
αντίπαλοι
ολοένα
εκστρατεύουν —κοιτάξετε:
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
"Οσο
υπάρχουνε
Αχαιοί θα
υπάρχει μία
ωραία Ελένη
κάί ας είναι
άλλου το χέρι
άλλου ό λαιμός
Κάθε καιρός κι ό Τρωικός του πόλεμος.
Μακριά μέσα στ
"απώτατα βάθη
του Αμνού
ό πόλεμος
συνεχίζεται.
Και ό Άντιφωνητής:
άλλοι με τις
κοινωνικές
τους θεωρίες
πολλοί
κραδαίνοντας
απλώς
λουλούδια
Κάθε καιρός κι ή Ελένη του.
Από τον στοχασμό σου πήζει δ ήλιος μες στο ρόδι
κι ευφραίνεται.
ΤΟ ΤΡΑΕΟΥΔΙ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΝΕΦΕΛΗΣ
«Κρίμας το
κορίτσι» λένε
το κεφάλι τους
κουνάν
Τάχατες για
μένα κλαίνε
δέμ'άποφατάν!
Μες στα
σύννεφα
βολτάρω
σαν την όμορφη
αστραπή
κι δ, τι δώσω κι δ,
τι πάρω
γίνεται βροχή.
Βρε παιδιά
προσέξετε με
κόβω κι άπ'τις
δυο μεριές·
το πρωί που δε
μιλιέμαι
βρίζω Παναγίες
και το βράδυ
όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια
καθενοΰ
λες και
κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρού.
Τη χαρά δεν τη
γνωρίζω
και τη λύπη την
πατώ
Σ αν τον άγγελο
γυρίζω
πάνω άπ'τόν
γκρεμό.
Β'
Ό Άντιφωνητής λέει:
ΡΑΧ 5ΑΝ ΤΚΟΡΕΖΑΝΑ
Τί βουβάλα πού 'χει γίνει τώρα τελευταία ή γη!
Πορπατάει στα τέσσερα και ρουθουνίζει από χαρά
ντέεε δξ!
Δόξα να 'χουν οί καθεστωτικοί πατέρες
ειρήνη βασιλεύει
ζώα μικρά μετά μεγάλων εκεί πλοία διαπορεύονται...
Βυζιά βαμμένα παντελόνια δίχρωμα
ψάθες υπερμεγέθεις όλων των ειδών
οίκόσημα πλουσίων πριγκίπων υποψηφίων μαζοχιστών
συγγραφείς εξ αποστάσεως
ηθοποιοί των είκοσιτεσσάρων ωρών
ουρούν στη θάλασσα κι έκβάλλουνε μικρές κραυγές
μειξοευρωπαϊστί:
οΰ-ου ου-ου!
Ψηλά στον ουρανό κενά μαϋρα
χαίνουν κα'ι ή ώσμωση
των ψυχών αφήνει να ξεχύνεται πυκνορρευστος καπνός.
Κάποτε διαφαίνεται το βλέμμα ενός αγίου
αγριον δσο ποτέ
«δεν έχει σημασία ή σημασία είναι άλλου»
χρωματιστά πασπατευτά παν πλήθη
με μισόκλειστα μάτια μπουσουλώντας
ντέεε δξ!
Ρ&χ
Ρ&χ δπη Τκ>ρεζ&π&
ειρήνη βασιλεύει.
Και ή Μαρία Νεφέλη:
Ο ΠΛΑΝΗΤΗΣ ΓΗ
"Αχ δεν είναι
αυτός πλανήτης
δλο κότες και
πρόβατα
και βλακώδεις
άλλες
κύπτουσες
υπάρξεις.
"Ακρη-άκρη του
Σύμπαντος ό
αμελητέος
με τους τόσους
δα ώκεανίσκους
του
με τα
Ίμαλαϊάκια του
με τα τέσσερα
δις των
άπτεροδιπόδων
του
μαχόμενων
αέναα υπέρ
βωμών και
εστιών
πετρελαιοπηγών
και άλλων
πλουτοφόρων
περιοχών.
Δεν είναι αυτός
πλανήτης
στουμπωμένος
δηλητηριώδη
αέρια
έκθετος σε
βροχές
μετεωριτών
σε σκέψεις
φιλοσόφων
σε μακρούς
αγώνες για την
ελευθερία
(τη δική μας
πάντοτε —ποτέ
των άλλων).
"Ενα σκάκι για
κόρακες
εξασκημένους
να κερδίζουν
πάντοτε και από
τις δύο πλευρές
«μαϋρα πουλιά»
που λεν «μαϋρα
μαντάτα».
"Οχι δχι δεν
είναι αυτός
πλανήτης
μάλλον είναι
μία πλάνη ήτις
οδηγεί πολύ
μακριά
στον Αία στον
Χριστό στον
Βούδα στον
Μωάμεθ
που εδέησε
κάποτε κι
εκείνοι
ν'ατονήσουν
ώστε όλοι εμείς
από μια
κεκτημένη
απλώς ταχύτητα
να μένουμε στη
στάση του
προσκυνημένου.
Ή αντίστροφη
μέτρηση ως τον
τέλειο πλήρη
αφανισμό.
Το μόνο πράγμα
που θα μείνει
ανέπαφο
Ό Άντιφωνητής λέει:
Μειξοευρωπαϊστί τα πάντα λέγονται
γίνονται ξεγίνονται
μ' ευκολίες με δόσεις.
Καιρός των ανταλλακτικών:
σπάει λάστιχο-βάζεις λάστιχο
χάνεις 1ίηιηιγ-βρίσκεις Βοΐ>.
(Γε8ΐ 1Γ68 ρι-αΐίςυΰ πού 'λεγε κι ή
ή ωραία σερβιτόρισσα του Τίΐΐιίΐί.
Της είχανε υπογράψει δεκαεννέα εραστές τα στήθη της
μαζί με τον τόπο της καταγωγής τους
μια μικρή τρυφερή γεωγραφία.
"Ομως θαρρώ στο βάθος ήταν ομοφυλόφιλη.
Και ή Μαρία Νεφέλη:
είναι ή εκδίκηση.
Το σίδερο και ή πέτρα έχουν τον τρόπο τους
θα μας καταβάλουν
και θα περάσουμε μια νέα λίθινη εποχή
θα τρομοκρατηθούμε ανάμεσα στους εξαγριωμένους
βροντόσαυρους·
τότε ίσως
νοσταλγήσουμε
την ακρίβεια
και την
τελειότητα
ένδς ρολογιού
ΡαίεΙί ΡΜίρρβ.
"Ε σεις Κύριοι
της
Τεχνοκρατίας
λίγο πιο δεξιά
παρακαλώ:
κρατήστε μου
μια θέση στο Α
του Κενταύρου
και πάλι
βλέπουμε.
Τρώγε την πρόοδο
και με τα φλούδια και με τα κουκούτσια της.
Αοστυχώς και ή Γη
με δικά μας έξοδα γυρίζει.
ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ
Πέσαν στον ύπνο οί βλάστημοι και να: βρήκε το θάρρος
το φεγγάρι μας να ξεμυτίσει. Μίλησε πάλι το βουνό
ιερές ακατανόητες έλξεις
από φύλλο σε φύλλο
το έλαφάκι του νεροϋ και ή κάππαρη.
Με το πλάι σταματημένα και αποκοιμισμένα
τ'αλόγα πανύψηλα
και κάτου ως πέρα ή μισή κοιλάδα στ'άσπρα.
Θάρρος. Τώρα. Είναι ή στιγμή
ΚΑΘΕ ΦΕΓΓΑΡΙ ΟΜΟΛΟΓΕΙ
Κάθε φεγγάρι ομολογεί και μες στα δέντρα κρύβεται μην
και το
καταλάβεις·
έχεις
ανακατώσει
τόσο τους
καιρούς που
μήτε δ ίδιος
ξέρεις
από που το μήνυμα θα λάβεις.
Εσύ 'σαι ό ένας άπ'αυτούς πού του 'δωσαν χαρτί μεγάλο
για να γράψει
και δεν εστερςε
την πένα του να
πιάσει·
πού του 'ρθε ή
τύχη σαν
λακκάκι μες στο
μάγουλο και πού
δεν είπε μπάρεμ
να χαμογελάσει.
Ό Άντιφωνητής λέει:
να βγεις Θεέ μου από την αφάνεια.
Σέ λουτήρες μέσα με πλακάκια λεϊα ωραίες γυναίκες
γέρνοντας μες στους υδρατμούς
σημειώνουν την απόκλιση: ό πλανήτης φεύγει.
Θα φανεί το κέλυφος γεμάτο τρύπες
μαύρες και αστραπές και αργά
θα γυρίσει ό άνθρωπος από το μέσα μέρος
έωσότου ολότελα χαθεί.
Θάρρος. Τώρα.
Την ηδονή να σώσω καν Θεέ μου.
Δώσε μου το εγχειρίδιο.
Είναι αγένεια
να κάνεις του Χάρου χειροφιλήματα.
Ο ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Δεν σκαμπάζω
γρϋ από
προπατορικά
αμαρτήματα
και αλλά των
Δυτικών
εφευρήματα.
"Ομως αλήθεια
εκεί μακριά
στη δροσιά των
πρώτων ήμερων
πριν από το
καλύβι της
μητέρας μας
τί ωραία πού
ήταν!
Τα λευκά των
αγγέλων σαν να
τα θυμάμαι
κλεϊναν
μπροστά μα τ'
άφηναν
ξεκούμπωτα
ίδια κορίτσια
με ποδιές άπ'
αυτά πού
δουλεύουνε
στα
κομμωτήρια
θαύμα —και δλα
τα γεράνια
Και ή Μαρία Νεφέλη:
Εσύ 'σαι αυτός
πού του 'ριζαν
το δίχτυ μέσα
στο λουτρό να
τον
σκοτώσουν μα
κρατάει μες στο
βασίλειο του
ακόμη ·
πού σπρώχνει
την αγάπη άπ'τό
παράθυρο κι
υστέρα
κλαίγεται
και λέει δτι
τον άδικοϋν οί
νόμοι.
Κάθε φεγγάρι
ομολογεί κι εσύ
κάνεις πώς τάχα
δεν
καταλαβαίνεις.
Ξέρεις δτι
φορείς τον ήλιο
—και δτι πριν
εκείνο κατεβεί
εσύ
ανεβαίνεις.
Αίνε δωρεάν το χρόνο
αν θες να σου μείνει λίγη αξιοπρέπεια.
Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα υψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
εμένα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
"Ενιωθα το
δωμάτιο μου
ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν —ανέβαινε
φοβόμουνα και
μου άρεσε.
Ήταν εκείνο πού
έβλεπα πώς να
το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
δλο δέντρα πού έφευγαν βουνά πού άλλαζαν δψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σ' ένα μακρύ
πεζούλι
άσβεστωμένο
γυρισμένα στον
άνεμο έβλεπες ν'άλέθουνε
ασταμάτητα τη
μαύρη ψίχα του
ήλιου.
Μέρες νωπές στην δμπρα και στη σιένα
πού 'μοιαζε το νησί μ' ένα Λασήθι απέραντο
ελαφρύ και απιθωμένο μόλις
πάνω σε μια θαμπωτική θρυψαλιασμένη θάλασσα.
Το 'να πόδι πάνου στ'άλλο
στην αμμουδιά πού ρίγωνε ό αέρας
δλο σπίθα χρυσή άπ'τούς φτερνιστήρες
να καλπάζουν έβλεπα θυμάμαι
κορίτσια του σιρόκου με δροσερούς γλουτούς
ξετυλίγοντας ένα μαλλί από κύτισο'
κι ή καρδιά μου αντίκρυ στα γυμνά βουνά
ντούκου ντούκου αντηχούσε καθώς μπενζινοκάικο.
"Ητανε στον
καιρό του
Φύλλου του
Γυαλιστερού
οπού βασίλευαν
ό Σάθης κι ή
Μηριόνη.
Τις νύχτες
είχα νόημα—το 'δινασ'δλατ'αηδόνια
κι ήταν ό ύ'πνος
ό γλυκός
γιομάτος
μισοφέγγαρα
ρυάκια σε ντο
μείζονα για
βιόλα ντ' αμόρε.
"Ητανε
μαργαρίτες πού
τις έτρωγες
κι άλλες πού
ανάβανε μες στο
σκοτάδι σαν
βεγγαλικά·
μουγκρίζανε οι
αφάνες κι
έκαναν τον
έρωτα·
κάτω άπ' τα
πόδια σου
περνούσανε
άστρα
σαν κοπάδια
ψαριών και το
μπουγάζι
μπλε βαθύ
προχωρούσε στα
σπλάχνα σου —
τί ωραία πού
ήταν!
Και ή Μαρία Νεφέλη:
σαν εφηβαία —φοβόμουνα και μου άρεσε
ν'άγγιζα) μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι...
"Α νθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνοόσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «Δεσποινίς»
φοβόμουνα και
μου άρεσε.
'Ηταν οι «πάνω
άνθρωποι» έτσι
τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια ·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν
αλλόκοτους
δίσκους στο
πικάπ.
'Ηταν θυμάμαι «Ή
Άννέταμέ τα
σάνταλα»
«Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν έδαγκώσαμε Μάης δε θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω — δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ροϋχο σον κι έχω πουλί για σένα».
Μου το 'χε φέρει ό Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα που καθόμουνα κι έκανα πώς έδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε το σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
η εγώ —δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Ε·* 5 1 Ί / > / -
ί.ιμαι από πορσε/.ανη και μαγνο/,ια
η χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους "Ινκας
Ό Άντιφωνητής λέει:
Οί άγγελοι με πειράζανε· πολλές φορές
συναγμένοι γύρω μου ρωτούσανε:
«τί έ'στιν πόνος;» και «τι νόσος;» και διόλου δεν ήξερα.
Δεν ήξερα δεν είχα καν ποτέ μου ακούσει για
το Δέντρο άπ'δπου μπήκε ό θάνατος στον κόσμο.
Λοιπόν; Ήταν αλήθεια ό θάνατος; "Οχι αυτός — ό άλλος
πού θα 'ρθει με το πρώτο κλάμα του νεογέννητου; Ήταν αλήθεια
το άδικο; Ή μανία των εθνών; Και ό μόχθος νύχτα-μέρα;
Στήν εύνή των
βοτάνων
βύζαινα τη
λουίζα
κι οι
Αρχάγγελοι
όλοι Μιχαήλ
Γαβριήλ
Ούριήλ Ραφαήλ
Γαβουδελών
Άκήρ
Άρφουγιτόνος
Βελουχός
Ζαβουλεών
γελούσανε
σαλεύοντας
τις χρυσές τους
κεφαλές καθώς
αραποσίτια·
ξέροντας πώς ό
μόνος θάνατος ό
μόνος είναι
αυτός
πού έφτιαξαν με
το νου τους οι
άνθρωποι
Και το μεγάλο ψέμα τους το Δέντρο δεν υπήρχε.
Την αλήθεια τη «φτιάχνει» κανείς
ακριβώς όπως φτιάχνει και το ψέμα.
Και ή Μαρία Νεφέλη:
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
πού τον νιώθουν μονάχα ο! σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως ή έναντίωση
άείποτεμ'έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ'εκείνους με το μυτερό καπέλο
πού συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
ή φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν —απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα δλα.
Στό λουτρό από δίπλα οίβρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν
τί ωραία Θεέ μου τί ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Κι από την ανάποδη φοριέται ή φαντασία
και σ'δλα τα μεγέθη της.
Ό Άντιφωνητής λέει:
Και ή Μαρία Νεφέλη:
ΕΑυ ΟΕ ΥΕΚΥΕΙΝΕ
Είπα: καθαρός
είμαι
πλυμένος με το
απόσταγμα
βερβένας
90 βαθμών εκ
γενετής
"Ελλην εν μέσω
των αγρίων.
«Δίχα στεναγμών και φόβου»
Θ'αποσπάσω το λευκό σημάδι μου
και θα το κατευθύνω
με ταχύτητα ψυχής
προς τον αόρατο κόρυμβο.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
Και προσθέτω: ή
σκιά σας
είναι
σύμβουλος
κακός·
βαδίζετε
πάντοτε
κάτω από τον
κατακόρυφο
ήλιο.
«"Ανευ ορίων άνευ ορών»
Επειδή Κυρίες
και Κύριοι
κείνο πού μας
προσάπτουνε τα
χελιδόνια
-ή ανοιζη πού
δεν φέραμε —
είναι ακριβώς ή
αγνότητα μας.
Το άπειρο υπάρχει για μας
όπως ή γλώσσα για τον κωφάλαλο.
Ίδιώτευε μες στο Άνερυθρίαστο.
Η ΑΝΩ ΤΑΡΚΥΝΙΑ
Εμείς πού ζούμε αναρτημένοι
μες στη σκόνη αιώνων
σ' ένα μακρύ και ανιαρό Ρ&ίαζζο Ρίΐΐί
άψογοι στην προοπτική καί στίς.άναλογίες
με την άσπρη γυαλάδα στο γιακά
κα'ι την ελιά στο μάγουλο
τρώμε κοιμούμαστε κυκλοφορούμε
άψογα σκιοφωτισμένοι
σχεδόν κάτω άπ' τη γή'
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
και πώς να μη φοβάμαι τα έντομα!
Πού 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε
κάτι άνθρώπακλοι ώσαμε κει πάνου
μ "ανοιχτά ντουλάπια πού μασάνε και τρώνε
με πατούσες πελώριες
πού δε θέλει πολύ για να σ'άποτε-λειώσουνε
Δυό-τρεϊς οργιές κάτω άπ'το χώμα
Και ή Μαρία Νεφέλη:
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΑΓΝΟΤΗΤΟΣ
Και προσθέτω: ή
σκιά σας
είναι
σύμβουλος
κακός·
βαδίζετε
πάντοτε
κάτω από τον
κατακόρυφο
ήλιο.
«"Ανευ ορίων άνευ ορών»
Επειδή Κυρίες
και Κύριοι
κείνο πούμας
προσάπτουνε τα
χελιδόνια
-ή άνοιξη πού
δεν φέραμε —
είναι ακριβώς ή
αγνότητα μας.
Ίδιώτενε μες στο Άνερυθρίαστο.
ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΑΚΡΙΔΑΣ
και πώς να μη φοβάμαι τα έντομα!
Πού 'ναι κάτι ζουζούνια και μας μοιάζουνε
κάτι άνθρώπακλοι ώσαμε κεϊπάνου
μ'ανοιχτά ντουλάπια πού μασάνε και τρώνε
με πατούσες πελώριες
πού δε θέλει πολύ για να σ'άποτε-λειώσοννε
Δυό-τρέϊς οργιές κάτω άπ'τό χώμα
Ό Άντιφωνητής λέει:
καιρός να ρίξουμε τα τείχη
θέλω να πω ν' ανοίξουμε στην οροφή
το πέρασμα πού θα μας επιτρέψει
μέσ' άπ' την ίδια γη για μια στιγμή ν' ανέβουμε
ως τη δροσιά των τάφων!
"Ω Ταρκυνία οι
νεκροί πού
ευφραίνονται
στον ήλιο των
αλόγων και στων
αυλών τον αέρα
θα μας διδάξουν
την αδιάσπαστη
συνέχεια
έκεϊ! στα τρίτα
ύ'ψη! με τα ηνία
της άνοιξης
στα δάχτυλα
Τρωίλοι και
Άχιλλεΐς
αντιμέτωποι —κα'ι
μυριάδες
ανάμεσα στους
δύο δαφνόκουκα
στικτά λόγια
Θεών
καταπράσινα.
"Ετσι κάποτε
από μιας
παρθένας γέννα
πολύ πριν τη
Μαρία
ξεχύθηκαν οι
άνεμοι
χρωματιστοί
και τα νέα
πουλάκια οί
πίποι
όλων των λογιών
έφτασαν απαλά
στις τεράστιες
γαλάζιες
καμπανούλες
άφοβα να
καθίσουν. Είναι
αυτές πού τώρα
ταλαντεύονται
σιμά σε δέντρα
με τεράστιους
φιόγκους ροζ
επάνω στα
κλαδιά
ενώ περνά
γυμνός με το
κεραμιδί κορμί
του
ό Αυλητής
το 'να πόδι
μπροστά —και
άνοίγουνε τα
πέπλα
οί ψυχές οί
φρέσκες
πεταλούδες.
Άλλ' ιδού τί μ' δλ' αυτά εννοώ
πού εμείς οί ζωντανοί ανάμεσα σε δύο κινδύνους
ούτε καν ενδιαφέροντες οί ηλίθιοι λησμονούμε:
ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ _______________
Και ή Μαρία Νεφέλη:
το δικό μου το άλλοθι. Δεν το προδίδω.
Δε θα στέρξω ποτέ μου να μιλήσω για
τις απέραντες κάμαρες με το σανίδι που έτριζε
κάθε που το πατούσε ό άγιος Συμεών
αγριεμένος κι άφηνε πάνου στο λαβομάνο
τϊς τρεις μαύρες του πέτρες: μια για τον έξω κόσμο
μια για τον μέσα· την τρίτη για τον άλλον τον αόρατο
ΣκέψοΌ
αλήθεια
δεν έχω διαφορά μεγάλη από τη 5ορΙιίβ νοη ΚϋΗη·
μ'αρέσουνε κι εμένα τα πετρώματα
οί καρώ
μπέρτες τα
λουλούδια
ως και ή
φυματίωση εάν
υπήρχε ακόμη
τρόπος να
πεθαίνεις και
να σ'ενταφιάζουνε
πριγκιπικα
στρατεύματα
της νύχτας με
τη λόγχη εφ'όπλου
επειδή κλαίω
ακόμη στα κρυφά
καταπιάνομαι
ακόμη με όνειρα
καιρών {'ουρανού
σκοτεινών
τόσο πού αν πάς
εκείνη τη
στιγμή να μ'
αγκαλιάσεις
πασαλείβεσαι
άστρα
Σ'έναν λάκκο του χρόνου
κει που περπατάς ανύποπτα
ζάφνοο νιώθεις γύρω σου τα σπίτια σπάνε
και μια μυρωδιά πάππου και θείου
και φωσφόρου ξεχύνεται
να σ'αρπάξει άπ'το λαιμό και να σ'έγκοσμιώσει
"Ως κι έκεϊ άναβρύζει ουρανός
Ό Άνπφωνητής λέει:
δεν είναι πάντα πιο μικρό το σπίτι άπ'τό βουνό
δεν είναι πάντα πιο μεγάλος από το λουλούδι ό άνθρωπος
λανθασμένες είναι όλες οί αποστάσεις
πού μας δίνει το μάτι καί άδικα πιστεύω
καυχησιολογοϋμε λέγοντας
«ό κόσμος είναι αυτός».
Ό κόσμος είναι αυτός
ό καπνός πού κυνηγάει τον σκύλο
το φυτό πού ορθώνεται και τρέχει με τη μουσική
τα παιδιά πού ζωγραφίζουν τοίχους
καί ανοίγουν την ομπρέλα τους ίδιοι αρχαίοι Αιολείς
ν' αναληφθούν συμπαρασύροντας το πιο παρθένο μέρος
των πραγμάτων. Ή σύνθεση
άπ' δλ' αυτά.
Μια ζωή πλήρης εντέλει.
Ρίειυ (Ιεΐΐα
ΡΓαηοεδ€3 ύ'στερε
άγγελε
της γης αυτής —
κρατήσου!
Είναι μες στην ευλάβεια πού θα γυμνωθούμε.
Ή έπαύριο της ζωής μας θα 'ναι πάλι ζωή
μεταφερμένη στην "Ανω Ταρκυνία.
Μπρος. Δώσε το σήμα. Δεν θα γίνουμε ποτέ στρατιώτες.
Θα πρέπει να
δημιουργούμε
αντισώματα
και για την
Ευθύνη.
Και ή Μαρία Νεφέλη:
κάτι σαν χάραμα πολύ μακρινό
μια θάλασσα κυλιόμενη άσπρη
καί πάντοτε από την ανάστροφη σαν σε διόπτρες μέσα
μικροσκοπική να τρέχω εγώ
σ'δλο το μήκος άπ'τα μαύρα τείχη των εργοστασίων
οπού καίει μια υψικάμινος και το άγαλμα
του ΟίοΓξίο άβ οιιγκο ανεπαίσθητα μετακινείται
Κι εγώ να μην κατέχω
τίποτα.
"Ενα φύσημα
όλοι μας και ή
φύσις μήτε που
σαλεύει
Τίποτα!
Το λοιπόν το
πηρ' απόφαση:
ν "απομονώσω
κάποιο
σκίρτημα
στην τύχη κα^νά
το
τρισμεγεθύνω
από πείσμα
κυρτΐος ή εάν
δχι κι από μια
διάθεση να δω
τί γίνεται άμα
πάς κόντρα στα
λεφτά κόντρα
στον άνεμο
κόντρα στη
σιγουριά
κόντρα στην
αγωνία·
πάντοτε
ανάμεσα Κυρία
και Κόρη
πάντοτε
ανάμεσα
Ευημερία και
Θάνατο.
Από φυσικού της ή μαυρίλα
πρέπει να 'ναι και κλεπταποδόχος.
Ό Άντιφωνητής λέει:
Και ή Μαρία Νεφέλη:
ΥΜΝΟΣ ΣΕ ΔΥΟ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
Τώρα σ' αγαπώ σε δυο διαστάσεις
σαν φιγούρα ετρουσκική
σαν σημάδι του Κίεε πού υπήρξε ψάρι
προχωρείς δωδεκαφωνική
εκνευριστική
αστραπιαία
ωραία
μ' ένα κύμα Καραϊβικής στο πτυχωτό φουστάνι σου
με βαριές γαλάζιες χάντρες της όδοϋ Πανδρόσου
γύρω στο λαιμό σου.
Πρόσωπο
υδάτινο είδωλο
φτασμένο σαν το
φως
άστρου πού
χάθηκε
πριν αιώνες.
Τότε ακούω
νερά και σε
καταλαβαίνω.
"Ας μην έχεις
ίδέαν εσύ
(ποτέ ό
Σηματωρός δεν
έχει γνώση της
αποστολής του)
και
παρακολουθώ
πίσω από τη
χλωμάδα του
μεϊκάπ
τον απέραντο
δρόμο πού
ακολούθησα
για να σου
μιλήσω έτσι
Υοίε Ιαοΐέε ό δοειίΓ Ιιιιηίηειίδε
Τη μόνη μοίρα
πού δεν θέλησα
Θέ μου — αυτήν
επωμίστηκα.
Στην κακή μοιρασιά πάντοτε ό Θεός ζημιώνεται.
ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΔΗΛΩΣΗ
Προσέξετε
πολύ την
αποσπασ-
ματικότητα της
καθημερινής
μου ζωής
και τη
φαινομενική
της ασυνέπεια.
Που αποβλέπει
και με τί
σκοπούς
απώτερους πάει
ν "αναπτυχθεί
και ν'αποκτήσει
νόημα βαθύτερο.
Ζήτα ν "αποθαρρύνει
τις έρευνες των
επιστημόνων
προς όφελος
πιστεύω της
αυθεντικότητας
του ανθρωπίνου
δράματος.
Πάνω σ'αύτό
βη Ια$
ρΐίΓρύΓβαα
ΗοΓαί
δεν δέχομαι
καμιάν
υποχώρηση.
Μου είναι αδύνατον να δω~τόν εαυτό μου
αλλιώς
παρά σαν σύνθεση άντιαφηγηματική
χωρίς Ιστορική συνείδηση
χωρίς εμβάθυνση τύπου ψυχολογικού
πράγμα πού θα "κάνε την καθημερινή ζωή μου
ανιαρή σαν μυθιστόρημα
θνησιγενή σαν έργο του κινηματογράφου
αρνητική σαν χιουμοριστικό ανέκδοτο
αδιάφορη σαν έργο ζωγραφικής της Ά ναγεννήσεως
επιβλαβή σαν ενέργεια πολιτική και γενικά
δουλοπρεπή και υποταγμένη στη φυσική του κόσμου τάζη
και στα —κοινώς λεγόμενα— φιλάνθρωπα αισθήματα.
Μια νομοθεσία
εντελώς
άχρηστη για τις
Εξουσίες
θα 'τανε
αληθινή
σωτηρία.
Ό Άντιφωνητής λέει:
Και ή Μαρία Νεφέλη:
Η ΙΕΡΗ ΕΞΕΤΑΣΗ
"Εννοια σου κι
άπ' αυτά πού σου
αφαιρεί
σου προσθέτει ό
πόνος "Ανθρωπε
Ψυχοσυντήρητε
πού
καυχησιολογεϊς
"Οσο θες πολέμα
δεν έχει φτέρνες ή Τελειότητα
Κι είναι ανάγκη να πάμε μπροστά
να γεμίσουμε δλα τα Κενά
εάν δχι και ν' αυτοκαταστραφούμε αντλώντας δύναμη
από τα περασμένα.
"Ενας καιρός
θα ρθεΐ να
κελαηδήσουμε
όρθιοι
και στην
ομορφιά
γενναίοι.
Άργά-γρήγορα
τα πουλιά θα
μας
εξημερώσουν
"Ιτε παίδες..
Ο ΑΠΟΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ ΤΗΣ ΑΣΣΙΖΗΣ
Τί κρίμας πού δε βρέθηκε το ί.ίηξΐιαρΗοηε της ηδονής
ακόμη!
Τώρα πού ή «φύσις»
λιγοστεύει και
σπανίζει δ
άνεμος
και οι άνθρωποι
σήπονται σε
δάση ολότελα
φανταστικά
θα 'ταν υψίστη
σοφία να
συμβιβαστούν
οι άγιοι
με το σώμα τους
ν'άκούσοΌν
πάλι των
αγγέλων τη
λαλιά να πέφτει
σαν ψιλή
βροχούλα
εαρινή
την ώρα πού ή
κάθε είδους
γνώση φλέγεται...
Μην πείτε: θα
βρεθεί ένα
δίκιο καϊ για
μας.
Μην περιμένετε
από την
πολιτική και
από την
επιστήμη
τίποτε. Ό
νεότευκτος
είναι και ό πιο
παλαιός
κόσμος
ανάποδος.
(
Μη
ματαιοπονείτε.
Με την ομορφιά μου εγώ
θα καταργήσω την έννοια του βιβλίο»·
Ή αληθινή γενναιότητα
πρέπει να βαφτιστεί στο πέλαγος
και να φέρει κάτι άπ' το μελτέμι
στους ογδόους ορόφους των πολυκατοικιών
πρέπει ν' αφήσει τα πεδία των μαχών
ν' αναπτυχθεί στον ερωτά και στα βιβλία
να βγει μ'ά'λλο ομορφότερο όνομα
κι εκεί να περιμένει
θα. επινοήσω τα νέα λουλούδια
και θα τα δρέψω από τα σπλάχνα μου
και θα στέψω βασιλιά στην κόχη των μηρών μου
το δημόσιο ρόδο.
Άπ'αυτό θα πνεύσει δ άνεμος
της αληθινής αγνότητας
οπού λίγοι θα επιζήσουν άνθρωποι
Ό Άνπφωνητής λέει:
να της ρίχτουν και
να τη
βλαστημήσουν
να τη δέσουν
πιστάγκωνα και
τη δικάσουν.
Κάθε καιρός κι ή Ιερή του Εξέταση.
Το «κενό» υπάρχει
όσο δεν πέφτεις μέσα τον.
Καΐ ή Μαρία Νεφέλη:
όμως δλα τα πουλιά
τσιμπολογώντας τις ρώγες των μαστών μου.
Κάθε καιρός κι δ άγιος Φραγκίσκος της Άσσίζης του.
Προσπάθησε να
οδηγήσεις την
τεχνική
τελειότητα
στη φυσική της
κατάσταση.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Πρώτη φορά σ'
ενός νησιού τα
χώματα
δύο του
Νοεμβρίου
ξημερώματα
βγήκα να δω τον
κόσμο και
μετάνιωσα
τα «ζόρικα» πού
λεν αμέσως τα 'νιωσα.
Μήνες εννέα
πριν την πρώτη
μέρα μου
δούλευα για το
σπέρμα του
πατέρα μου
πρώτον διότι
κυνηγούσα το "Απιαστο
και δεύτερον
γιατ' ήμουν
είδος "Αμοιαστο.
Έφ' φ και άφοϋ
την τύχη μου
σιχτίρισα
πίσω στον εαυτό
μου ξαναγύρισα.
και
πεντακόσιους
τρεις κατά
συνεχεία
μετά — για την
ψευτιά και την
ανέχεια.
Δύσκολο
δύσκολο της γης
το πέρασμα
και να μη
βγαίνει καν ένα
συμπέρασμα.
Μέσα στον
εαυτό μου τόσο
κρύφθηκα
πού μήτε ό Ί'διος
δεν τον
άντελήφθηκα.
"Ωσπου μια
μέρα το 'φερε ή
περίσταση
κι αγάπησα
χωρίς καμιάν
αντίσταση
αλλά και στην
προσπάθεια την
ελάσσονα
πάντοτε βρε
παιδιά μου τα
θαλάσσωνα
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΘΛΙΨΗ
Γεια σου θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έντομο που φωλιάζεις μέσα μον
κι ολονυχτίς καραδοκείς πότε θ' ανοίξω μάτι...
Στήν αρχή σ'έ'χω
λησμονήσει·
κοιτάζω τις
γραμμές
του ταβανιοϋ —
άξαφνα πατείς
και μπαίνεις
στη συνείδηση.
"Ερχεσαι να
πικράνεις τον
πρωινό καφέ
ν'αποσπάσεις
κάτι άπ'την
ελάχιστη χαρά
τον χεριον μου
στο πόμολο του
παραθύρου
φέρνεις
ανωμαλίες στο
νερό του
μπάνιου
προκαλείς το
πρώτο
δυσάρεστο
τηλεφώνημα
είσαι τέρας
μικροσκοπικός
Μινώταυρος πού
ζητάει τροφή
και
συντηρείται με
το ελάχιστο...
Τρως τρως Μινώταυρε·
είναι σάρκες αυτές δεν είναι αέρας
έτσι πον πάς δε θ'απομείνει τίποτε.
Γεια σον θλίψη
Καλημέρα θλίψη
έχεις εγκατασταθείμο νίμως μέσα μας
είσαι χειρότερη από τους ιούς και τούςβακίλους
οι φιλόσοφοι σ'εξετάζουν στο φασματοσκόπιο
έχεις δώσει λαβή σε μιαν εξαίρετη λογοτεχνία
Και ό Άντιφωνητής:
Η ΠΡΩΙΝΗ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗ
Ανοιχτό παράθυρο. Τριγύρω παρτέρια.
Ευθύ το σώμα.
Τεντωμένα τα
χέρια.
"Ενα δύο τρία:
ζωή μου αγία
σμικρύνω την ψυχολογία.
Το αυτό. "Εν δυο: κατανοώ το πρόσωπο μου
οικειοποιούμαι το αντίθετο μου.
Σύμπτυξις εν! Ούτε μη ούτε δεν.
Τάσεις και κάμψεις των χειρών
προς δλας τάς διευθύνσεις·
άνω πλαγίως εμπρός κάτω:
τα του γάτου στον σκύλο
τα του σκύλου
στον γάτο.
Έκτασις της
κεφαλής οπίσω:
εεεν-νααα
δεν παραδέχομαι κ(ανόνα κανέεεν-νααα.
Βαθεία
εισπνοή: κόρη ω
κόρη δροσερή.
Αρχή μία: έξω ή
δεξιοτεχνία.
Προεισαγωγικόν
άλμα είς
τεσσάρας
ταχείς χρόνους:
αντικαταστήσατε
τους
καθημερινούς
φόνους.
Εν δύο τρία
τέσσερα. Το
αυτό:
το γενναίο
είναι απατηλό.
Είς τον καιρόν!
Επιμείνατε
στον Μπρετόν!
Προσχέεε!
Μελετήσατε τον
Φουριέ!
Στροφή της
κεφαλής
αριστερά:
δλα είναι σκατά.
Στροφή της
κεφαλής δεξιά:
δλα είναι σκατά.
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
τη διαβάζουμε
και «βρίσκουμε
τον εαυτό μας»
πιπιλάμε τη
μαύρη καραμέλα
μας
"Ατέ να χαθούμε
παλιοτόμαρα μιας ευτυχίας πέμπτου ή έκτου ορόφου.
Και ό Άντιφωνητής:
Εις θέσιν — εν!
Συμπέρασμα
κανέν-
α. Τους ζυγούς
λύσατε.
Τα κορίτσια
φιλήσατε.
"Οταν ή συμφορά συμφέρει
λογάριαζε την για πόρνη.
Κάνε άλμα
πιο
9 γρήγορο από τη φθορά.
ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ
Τί να
σας κάνω μάτια
μου κι εσάς
τους Ποιητές
πού χρόνια μου
καμώνεστε τις
ψυχές τις
αήττητες
Και χρόνια
περιμένετε
κείνο πού δεν
περίμενα
όρθιοι στη
σειρά σαν
αζήτητα
αντικείμενα...
Δεν πα' να σας
φωνάζουν —ού'τ'ενας
σας δεν απαντά
έξω χαλάει δ
κόσμος
καίγονται τα
σύμπαντα
Τίποτα· σεις
διεκδικείτε —να
'ξερα με τί νου—
τα
δικαιώματα σας
επί του κενόν!
Σέ καιρούς
λατρείας του
πλούτου ω της
αμεριμνησίας
αποπνέετε το
μάταιο της
ιδιοκτησίας
ΑΥΤΟ,ΠΟΥ ΠΕΙΘΕΙ
Παρακαλώ προσέξετε τα χείλη μου: άπ'αύτά εξαρτάται
ό κόσμος.
Από τις
συσχετίσεις
πού τολμούν και
από τις
απαράδεκτες
παρομοιώσεις
όπως όταν ένα
βράδυ πού
μυρίζει ωραία
ρίχνουμε τον
ξυλοκόπο της
Σελήνης χάμου
εκείνος μας
δωροδοκεΐ με
λίγο γιασεμί κι
εμείς
συγκατανεύουμε.
Αυτό πού πείθει διατείνομαι είναι σαν τη χημική ουσία πού
αλλοιώνει.
"Ας είναι
ωραίο το
μάγουλο ενός
κοριτσιού
όλοι μας με
φαγωμένα
μούτρα θα
γυρίσουμε
κάποτε
άπ'τ' Άληθοτόπια.
Παιδιά πώς δεν ξέρω να το εξηγήσω
αλλά είναι ανάγκη να υποκατασταθούμε στους παλαιούς Ληστές.
Να στέλνουμε το χέρι μας και να πηγαίνει
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
Πάτε
κρατώντας
τυλιγμένη με
φύλλα των Βαγιώ
τη δύστυχη
καιμελανειμονούσα
Υδρόγειο
Και μες στην
μπόχα γίνεστε
του ανθρώπινου
υδρόθειου
τα εθελοντικά
πειραματόζωα
του Θείου.
Και ό Άντιφωνητής:
εκεί πού μια
γυναίκα σαν
Μηλιά καρτερεί
μισή μέσα στα
σύννεφα
εντελώς
αγνοώντας την
απόσταση που
μας χωρίζει.
Και κάτι ακόμη: όταν κινάει να βρέχει
ας γδυνόμαστε και ας λάμπουμε σαν το τριφύλλι...
Από τον Θεό τραβιέται ό άνθρωπος
όπως ό καρχαρίας από το αίμα.
Θάλασσα λανθασμένη δε γίνεται.
Ο ΕΙΚΟΣΙΤΕΤΡΑΩΡΟΣ ΒΙΟΣ
Γέρασα γύρω στα δεκαοχτώ
θα 'λεγεςσ'ένα εικοσιτετράωρο μόλις:
ή ώρα οχτώ τνηγα σχολείο έμαθα έπαιζα
δέκα και δέκα τελειοποιήθηκα στο εξωτερικό
(ιππασίες εγγλέζικα και τέτοια)
υστέρα ό πρώτος γάμος το ταξίδι
άπόγεμα είχα κιόλας βαρεθεί·
πέντε ως έξι λίγες ατιμίες
εφτά ξαναπαντρεύτηκα
εφτά και πέντε απάτησα
στις οχτώ είχα κιόλας κουραστεί
χαρτιά δεξιώσεις και άλλα τέτοια...
Μετά το δείπνο
κοίταξα μες
στον καθρέφτη
στο άλλο σπίτι
το μεγάλο
του τρίτου και
πλουσίου
συζύγου μου·
είδα φως να
τρέχει και μέσα
του δελφίνια
Η ΙΣΟΒΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
Πιάσε την αστραπή στο δρόμο'σου
άνθρωπε· δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου από την πύρα του ήλιου
πάνω στον ασβέστη από το ατέρμονο φιλί
να βγάλεις έναν αιώνα·
με θόλο για την
ομορφιά
καΐ την
αντήχηση οπού
σου φέρνουν οι
άγγελοι μες στο
πανέρι
τη δρόσο από
τους κόπους σου
δλο φρούτα
στρογγυλά
καΐ κόκκινα·
τη στενοχώρια σου
γεμάτη
πλήκτρα πού
χτυπούν
μεταλλικά στον
άνεμο
ή σωλήνες
ορθούς πού τους
φυσάς καθώς
αρμόνιο
και βλέπεις να
συνάζονται τα
δέντρα σου δλα
δάφνες και
λευκές οι
μικρές και
μεγάλες
Μαρίες πού
κανείς πάρεξ
εσύ δεν άγγιξες·
δλα μία στιγμή δλα ή μόνη σου
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
μου φάνηκε ηχώ άλλου κόσμου
ή φωνή του ποιητή
Ρίηίαηά
Οτοεηίαηά
Εηύαηά
ένιωσα πώς δεν
είναι πια
καιρός.
Μεσάνυχτα όπως
το καλεί και ή
ώρα
έκανα το
απαραίτητο
έγκλημα.
Τώρα μου μένουν
τα τσιγάρα και
ή φωτιά
της νύχτας πλάι
στους
πεθαμένους.
"Οταν ή ζωή μάχεται
οι νεκροί στον "Αδη μηδίζονν.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
Σιγά σιγά μες στον ασβέστη χωνεύεται ή Μεγάλη Τρίτη.
Καμία ρυτίδα. Ούτ'ενα δάκρυ.
Ακούγεται μονάχα ή ρόδα του ήλιο» όπως το «σώσον»
απ'τά
μοναστήρια
κατατρώγοντας
τη φθορά
την ώρα που οι
γυναίκες
άνεβάζουνε από
το πηγάδι
τον ήχο εκείνο
του κενού
πού ακούμε λίγο
πριν ή συμφορά
μας πλήξει.
"Ενα κύρτοψα
όπως της
παλάμης οπού
χωράει
το δίκιο μας.
Και ό Άντιφωνητής:
αστραπή για πάντα.
Ή άμμο πού έπαιξες όπως με τη ζοοή σου ή Τύχη
και τα στέφανα πού άλλαξε με την παντοτινή σου
άγνωστη ό καιρός ό ανίσχυρος
εχθρός αν έχεις κατορθώσει
μια για πάντα ολόισα ν' ατενίσεις το φως
είναι ή μία στιγμή
σθεναρή πάνω άπ'τά βάραθρα
ίδια νεροσταγόνα
είναι ή Αρετή
με τα πουλιά
του Σκίρωνα και
τοΠτανιά του
Αργέστη.
"Ετη φωτός στους ουρανούς
έτη Αρετής μες στον άσβεστη.
ΣΠΟΥΔΗ ΓΥΜΝΟΥ
"Αν είσαι άπ' τους Άτρεΐδες άμε
σ' άλλα μέρη να
ολολύξεις. Πυρά
τέτοια τον ήλιο
δεν ανάβει
εδώ πού
ανάτειλε ή
συνείδηση κι
έλαβε σώμα
Κόρης
ύπαρχτό
με λάμψεις από
την απέραντη
πεδιάδα —
Κοίταξε: πώς ή μνήμη δένει τα μαλλιά
πίσω και αφήνει εμπρός να πέφτουν τα ματόκλαδα
τρέμοντας άπ' την τόση αλήθεια·
πώς
τσιτώνει το
δέρμα στους
ώμους στ'ις
λαγόνες·
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
Τα μαλλιά μου
λύνω σ'έ'ναν
τοίχο μπροστά
και με το πλάι
οδύρομαι σκιά
της σκιάς μου.
Τραγουδώ και
ψέλνω τ' "Αγραφτα
του Άνθρωπου
εγώ ή δραπέτις
τ'ούρανοϋ που
είδα και είδα.
Λυπούμαι αν ή
τροπή του λόγου
μου δεν είναι
αύτη
πού αρμόζει
στις ημέρες μας
Κυρίες και
Κύριοι.
Τίποτα δεν
αρμόζει στις
ήμερες μας
κι επιπλέον
συμβαίνει να 'μαι
λυπημένη
όπως όταν
νιώθεις βαθιά
στο σώμα σου
αισθητό
κάτι πού ως
τότε μόνον
είχες
κακοβάλει.
"Ας αφήσουμε
λοιπόν τ'αστεία:
ένα φίδι κι ας
μην έφταιξε — θα το
εξοντώσεις.
Τέτοια ή δικαιοσύνη μας!
"Εχει τη μέση της και ή ακρη-άκρη.
Και ό Άντιφωνητής:
κάτι
θαμπωτικό καί
οπού δε γίνεται
ποτέ κανείς
να 'ναι
γενναίος ή
δυνατός.
Να υπάρχει μόνον.
"Οπως το αίμα."Οπως
τα σταφύλια.Ό
μακρύς δρόμος
του ανθρώπου
από το δνοφερόν
στο άείφωτον
ψαύοντας
δάχτυλο το
δάχτυλο
έωσότου ό
κόλπος
όλος ερευνηθεί
καί ανοίξει το
αίνιγμα
πού σφιγμένο
κρατούν οί
ωραίοι μηρον
ό γιαλός ό αμύθητος από την υψηλή μασχάλη έως τα πέλματα.
Επειδή δε γίνεται. Ό περίπλους
γύρω από ένα σώμα λείο νέο γυμνό
τελειώνει εκεί πού ξαναρχίζει το άλλο. Σάν τριαντάφυλλο
άναποκάλυπτο παρθένας πού ξαναγεννιέται
ν' απαλείφει το φόνο και να κατασιγάζει τίς κραυγές
των θυμάτων απαρχής της Ιστορίας ως σήμερα
ένα σώμα λείο νέο γυμνό: ή δικαιοσύνη.
Δεν έγεννήθηκεν ακόμη
ό Μαγγελάνος ενός τριαντάφυλλου.
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
ΕίΕ€ΤΚΑ ΒΑΚ
Δυό-τρία σκαλοπάτια κάτω άπ'τήν επιφάνεια
της γης — κι ευθύς λυμένα τα προβλήματα δλα!
Κρατάς τον κόσμο τον μικρό σ'ένα μεγάλο κρυστάλλινο ποτήρι-
μεσ' από τα παγάκια βλέπεις τα νύχια σου χρωματιστά
πρόσωπα πού αόριστα χαμογελάνε-
βλέπεις την Τύχη σον (αλλ' αύτη πάντοτε με στραμμένη ράχη)
Μέγαιρα πού σ'αδίκησε και πού δεν εκδικήθηκες ποτέ...
"Α τί καλά πού 'κανε
η "Ερικα
Ιπταμένη
συνοδός της'
Ολυμπιακής
περνάει ψηλά
πάνω από τις
πρωτεύουσες-
εγώ πρέπει να
τις περνώ από
κάτω
κάτω άπ'τά κήτη
— κάτω
από τα. χοντρά
χορτάτα σώματα
εάν ποτέ μου
αξιωθώ (και
πάλι ζήτημα
είναι)
τη φλέβα εκείνη
οπού κυλάει
ακόμη το αίμα
του Αγαμέμνονα
χωρίς άλλη
βοήθεια
κανέναν
άγνωστο αδελφό
—
Δώστε μου ένα ξίη-βζζ ακόμη.
Ώραϊα πού είναι όταν θολώνει το μυαλό — έκέϊ σκοτώνουν
οι "Ηρωες
στα ψέματα
όπως στον
κινηματογράφο
απολαμβάνεις
αίμα· την ώρα
πού το αληθινό
κουρναλάει από
τα σκαλοπάτια
το αγγίζεις με
το δάχτυλο και
σου ξυπνά ή
κατάρα
ή Βασίλισσα με
τις αράχνες
τα μάτια της
αχτύπητα κι όλο
σκοτάδι
βόσκω τους
χοίρους
κουρεμένη και
άσκημη
αιώνες τώρα έξω
από τα τείχη
Και δ Άντιφωνητής:
Η ΠΑΡΘΕΝΟΓΕΝΕΣΗ
Σπάρτα
σπάρτα κι
άσφένταμοι
μανιτάρια και
σαλίγκαροι
άπραγα
κοριτσάκια της
βροχής που μ'
έχετε συλλάβει;
Εκεί; Στά τρίτα
ΰψη; Άπ'
άνθόσκονη
κήπων των
αόρατων;
Εγώ τότε είμαι.
Το βεβαιώνω.
Εγώ. \
Ναι για κει
γεννιόμουν για
κει μ'
ανάγγελλε το
φως
πού σας έδωκε
της αστραπής
τούτη τη δύναμη.
ΤΙ να μην είχα πεθάνει από καιρό και να 'χα
δει ωσπερ οι ανακύπτοντες εκ της θαλάσΐτης
ίχθύες κείνη πού ήταν ή ως
αληθώς γη.
Αυτήν θέλω να δω και αυτήν να κατοικήσω
την άλουργή και θαυμαστήν τα κάλλη την χρυσοειδή
την λευκή την γύψου και χιόνος λευκοτέραν...
Ανεβάσετε με
στους
περιστρεφόμενους
ανάμεσα
τροχίσκους των
αιθέρων στους
καταιγισμούς
αφήσετε με των
εσπεριδοειδών
μήπως κι από 'να
σ' άλλο σώμα το
βάρος μου
αλλαχτεί σε
λάμψη
εκτυφλωτική
τριγύρω αθώων
πλασμάτων
πού εγώ μόνον
τα θέλησα και άλλος
κανείς.
Σπάρτα
σπάρτα κι
άσφένταμοι
άενάκια και
χελιδρονιές
τεμπερόριζες
κι
άγριομαντιλίδες
άπραγα
κοριτσάκια της
βροχής δεξιά
της άνοιξης
φυλάξετε μου
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
περιμένω το
μήνυμα —
τον
πρώτο πετεινό
μέσα στον "Αδη
κάτι σαν το
σαξόφωνο με
ανταύγεια
ούρανικη
κοριτσάκια που
τρέχουνε
καβάλα σε
καουτσουκένιους
δράκοντες.
Ή Γη τώρα μονάχα αποκαλύπτεται πόσο μεγάλη στην
πραγματικότητα
είναι.
Βροντάει ό Ζευς
μαυρίλα
βροντάει ό Ζευς
δεν είναι ήττα
μήτε νίκη αυτό.
Κάτι άλλο ας
τολμήσουμε οι
ενταφιασμένοι.
θέση από τα τώρα εκεί
στα τρίτα ΰψη· μετεωρισμένος
πάω — και με τα φουσκωμένα μάγουλα
τ' αγόρια οί άντρες σας φυσοϋν — ολοένα πάω
με τις οροσειρές στα στέρνα χαραγμένες
την κουκκίδα του ήλιου στο μαλλί
τη συρτή στο 'να μου χέρι του πελάγους.,.
"Αλφα: χρόνος ό
αγέραστος
Βήτα: Ζευς ό
άργικέραυνος
Γάμμα: ό
άκτήμων εγώ.
"Οποιος μπορεί και φορτίζει την ερημιά
έχει ακόμη ανθρώπους μέσα το».
"Α ν κάτι αδημονεί μέσα στην άγρια μέντα
είναι "της αγιοσύνης σου το λαγωνικό.
ο;ενοα
9(?'/ομιά οποιαδήποτε
δυστυχία μας περιέχει.
Το παρόν είναι ανύπαρκτο και τα μισά
μαλλιά μου κιόλας κάπου άλλου
σ'εποχές άλλες κυματίζουν.
Σπίτιαμισά αιωρούμενα
χαλάσματα πόλεων παλαιών πού δεν εγνωρισα ποτέ
κομμάτια Σάρδεις και Περσέπολις
Κόρινθος Αλεξάνδρεια·
Ι€Η 5ΕΗΕ ΟΚΗ
Κομμάτια των ωκεανών ίι± «εΐιε άνΛι
Μαρία ίη 1&υδ6ΐκ1 Βίΐάεπι
από φως καί ίώδιο καί ίΑΐτ ιννοχα
καί λοξά τα χέρια σου πάνω στο καλώδιο.
Είσαι ή νέα Λάχεσις. Τηλεφωνείς
ή θητεία μου στη γη να λήξει."Εννοια σου
κιόλας πεθαίνω από ούρανική ασιτία.
Μυθικά ψάρια
βλέπω να
περνούν
πάνω από το
κεφάλι μου ό
αέρας καίει
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
οι αρχαίοι ναοί με το πέτρινο δάπεδο και τα βαριά
των ιερέων σάνταλα
τα θυμιάματα
κάτω από τα γυμνά στήθη και ό κρότος των χαλκάδων
την ώρα του χοροϋ κομμάτια
παρδαλά μπαλώματα ή ψυχή μου
απαράλλαχτα οι φούστες οι πλατιές που τώρα τελευταία
φορώ
μογκολφιέρα
των τύψεων
και οι φράσεις
οι τυχαίες του
δρόμου:
«Φέρεις τι;—Χρυσίον.—Εύθύμει».
Εγώ δεν «φέρω» τίποτα.
μήτε μου «φέρουν»
διδάσκω με το σώμα μου το κόκαλο της θάλασσας
το μπλε κοράλλι με τις διαφάνειες
περπατώ κομμένη στο παράθυρο και αντλώ ατελεύτητα
ουρανό κάτω άπ'τά πόδια μου· ρίχνω τον κουβά
ν'άνεβάσω γιασεμί και πένταστρο·
με λένε ανάλογα με τους καιρούς Τρυφερά ή Ά νεμώνη
κάποτε και Ο]εηάα
τί ώραϊα
δεν καταλαβαίνω τίποτα.
Ο]ειιάα λέζη ανύπαρκτη
απαράλλαχτη μάρκα ηλεκτρικών λαμπτήρων
μισοσανσκριτική μισοκέλτικη
Β}βηάα ή τρέμουσα
εικόνα μου μεγεθυμένη στα χέρια των λαών
Όμηάα πολιτιστική επανάσταση
Ο]βηάα εγώ πριν ες χιλιάδες χρόνους
με το πλάι επάνω στα βουνά της Κρήτης
Και ό
Άντιφωνητής:
5\νΐ55ΑΙΚ ΒΕΑ Τ\¥Α
"Αχ Νεράιδες
μου δε θ' αξιωθώ
τ' δνομά μου
τυπωμένο να δω
ΟΙΕ \ΥΕΕΤ ΤΙΜΕ5 ΕΙΟΑΚΟ
αλλά πίσω άπ' το θάνατο με χαίτη
ΚΟΟΛΚ ΡΗΙΙ.ΙΡ5 ΟίΙΥΕΤΤΙ
λάμπουσα με περιμένει το άτι
να περάσω το φράχτη να περάσω το φράχτη
του ήχου της αφάνειας εγώ
ΙΑΟυΑΚ ΟΗΕΥΚΟΕΕΤ ΡΕΙΙΟΕΟΤ
το ποτήρι στα χείλη σου θα σταματήσει και
ΙΟΗΝΝΙΕ \¥ΑΕΚΕΚ ΟΙΝΖΑΝΟ ΡΕΚΚΙΕΚ
περιττή θα σου
γίνει ή γήινη
οίηση
μόνο ή ποίηση
μόνο ή ποίηση
μ' αστραπής
αμάξι θα σε
πάρει
5ΑΑΒ ΜΕΚΟΕΟΕ5 ΕΕΚΚΑΚΙ
σκίζοντας τις προσόψεις παλαιών σπιτιών
ΝΕ50ΑΕΕ ΕΙΝΟυΑΡΗΟΝΕ
σαν εξώφυλλα περιοδικών οπού όλες μπήκ-
ΡΑΚΚΕΚ. \νΑΤΕΚΜΑΝ ΒΙΟ
μπήκανε
κάποτε οί
ωραίες μιας
μέρας
τριανταφυλλένιες
όπως το κορίτσι
της εειζαβετη
ακοεν και της
μινα κιοα.
Μαρία πούμα
των δημοσίων
οδών
μες στο διάφανο
νάιλον ή το
ντραλόν
ή μισή στάχτη
πού καίει
ΡΗΙΕΙΡ ΜΟΚΚΙ5 ΚΕΝΤ €ΚΑνΕΝ Α
κι ή μισή εξάτμιση εκνευριστική
ΜΟΒΙΙΌΙί 8ΗΕΕΕ ΒΡ
στης ψυχής μας
την απέραντη
Αριζόνα
στέπα του πιο
τρομερού
χειμώνα
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
δείχνοντας
την υπερμεγέθη ανισότητα
που θ'απλωθεί να μοιραστεί τον κόσμο
Ο]βιιάα εγώ που
πρόλαβα να μην
αδικήσω
Ό]εηάα.
"Ενα σώμα
γυμνό είναι ή
μοναδική
προέκταση της
νοητής
γραμμής πού μας
ενώνει με το
μυστήριο.
Ο ΣΤΑΛΙΝ
Αναβοσβήνοντας θα γράψω την τροχιά μου
πάνω από τους καθεδρικούς ναούς και πάνω από τους πύργους
παλαιών εστεμμένων όπως ή λάμψη εκείνη
άλλοτε πάνω από τη Βηθλεέμ.
Ναι το χλωμό
μου πρόσωπο
τα μακριά
μαλλιά μου οι
μάγοι τα
γνωρίζουν.
Γι'αυτά μιλούν —
γι'αυτήν
την
ούρανόπεμπτη
παρθένα
πού εν ειρήνη
ευδόκησε να πει:
το νου σας
οι πολλοί
παραποιούν τον
"Ενα.
Εάν εγώ είμαι αύτη δεν έχει σημασία·
μία φωνή οφείλει να 'ναι αυτόματη κι επαναληπτική
σαν όπλο με βεληνεκές πού πιάνει αιώνες·
κι εγώ κινώ από τους Μογγόλους
φτάνω σαν τον υπερσιβηρικό
Και ό Άντιφωνητής:
θα σηκώσεις
μια φωνή
στεντόρεια
τη φωνή του
ζώου του
πληγωμένου
ώ Μαρία Νεφέλη
ωραία
ω Νεφέλη Μαρία
εραλδική.
Κάπον ανάμεσα Τρίτη και Τετάρτη
πρέπει να παράπεσε ή αληθινή σου μέρα.
Η ΟΥΓΓΡΙΚΗ ΕΞΕΓΕΡΣΗ
Ακούσατε τα λόγια της παρθένας:
τους πολλούς παραποιεί ό'Ένας.
Ανάλογα με
τους καιρούς
ντύνεται τον
χιτώνα
του Στρατηγοϋ
και
ανακηρύσσεται
«δια βοής» στην
Αγορά
ό Υπέρτατος
"Αρχων πού
περιβάλλεται
τη μεγαλοπρεπή
πορφύρα
με σκήπτρο και
με στέμμα ελέω
Θεού
πού ευλογεί με
τιάρα κα'ι με
μίτρα — πού εν
ονόματι
του Κόμματος
και του Λαού
προχωράει με
κάννες κα'ι μ'
ερπύστριες
(άντε συ χελιδόνι — τσιουτσίουσε αν κότας!)
εωσότου το
Σώμα του
Στρατοϋ κα'ι το
Σώμα του
Άνθρωπου
γίνουν όπως το
θέλησε και ή
θεωρία —"Ενα.
Προπαντός ή
σκοπιμότητα
Ή Μαρία Νεφέλη λέει:
μ "ένα φωσάκι ατομικό κι ένα κλαδί μυρτιάς στο χέρι.
Το λέω λοιπόν
και ας μην έχει
αξία
μιας πού μου το 'φερε
ή
ομοιοκαταληξία.
Προτού προφτάσει ό "Ενας και με αλλάξει
προτού επιβάλει μια. «καινούρια τάξη»
το ξαναλέω και γεια σας — πάω φυλακή:
ένα φεγγάρι ανήκει στην Αμερική
μα μια ψυχή πού δεν πουλιέται — στα Μάταλα ή στο Κατμαντού.
Κάθε καιρός κι ό Στάλιν του.
"Οταν άκοϋς «τάξη»
ανθρωπινό κρέας μυρίζει.
Και ό Άντιφωνητής:
φτάνει κι εκείνη από ψηλά σαν άγγελος του Ρούβλιεφ
είναι τέρας·
ποιο το φως το άληθινόν κανείς δεν ξέρει.
Προσοχή Μαρία Νεφέλη — κατά δω το αυτόματο
κι εσείς όσοι οπλισμένοι
νάνοι του παραμυθιού μάγισσες κά\ θηρία
γυναίκες άντρες με τσαπιά ξινάρια
πέτρες άπ'τό λιθόστρωτο βενζιναντλίες αμάξια
επάνω του!
(ω Παρθένα μου το 'λεγες Σΰ)
Κάθε καιρός κι ή Ουγγρική του εξέγερση.
"Α ν είναι να πεθάνεις πέθανε
αλλά κοίτα νά,γίνεις
ό πρώτος
πετεινός
μέσα στο ν "Αδη.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ
1
"Οτι μια μέρα
θα δαγκώσεις
μες στο νέο
λεμόνι
και θ'αποδεσμεύσεις
τεράστιες
ποσότητες
ήλιου από μέσα
του.
"Οτι δλη του
κόσμου ή άπονιά
θα γίνει πέτρα
ηγεμονικά να
καθίσεις
μ' ένα πουλί
πειθήνιο στην
παλάμη σου.
"Οτι δλα τα
ρεύματα των
θαλασσών
άξαφνα
φωτισμένα θα σε
δείξουν
ν'ανεβάζεις τη
θύελλα στο
ηθικό επίπεδο.
3
"Οτι και μες
στο θάνατο σου
πάλι θα 'σαι
σαν το νερό
στον ήλιο
που γίνεται
ψυχρό από
ένστικτο.
4
"Οτι θα
κατηχηθείς άπ'τά
πουλιά
κι ένα φύλλωμα
λέξεων θα σε
ντύσει
ελληνικά να
μοιάζεις
αήττητη.
5
"Οτι μια
σταλαγματιά θ'
αποκορυφωθεί
ανεπαίσθητα
στα τσίνορα σου
πέρ'άπ'τόν πόνο
και μετά πολύ
το δάκρυ.
"Οτι μόνη σου
τέλος θ'αρμοστείς
αργά στο
μεγαλείο
της ανατολής
και του
ηλιοβασιλέματος.
Ή Μαρία Νεφέλη λέει: